Παράλληλη αναζήτηση
66 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσε [áse] (& άσ' when followed by definite art. or pron of 3rd person) 2sg imper, άστε 2pl
- ① let, allow, permit (syn άφησε):
- άσ' τον να έρθει, να κοιμηθεί, να περάσει |
- phr άσ' τον να κουρεύεται (or να βουρλίζεται) I don't care what happens to him |
- άσ' τα να παν στο διάολο let it all go to hell |
- ~να ξυπνήσω τον καπετάνιο (Karkavitsas) |
- ~, δάσκαλε, να ιδούμε το θέατρο (Melas) |
- πες μια καλή κουβέντα, ~ το μούτρο σου να γελάσει (Kastanakis) |
- άσ' τους να κάνουνε ό,τι τους αρέσει (Petsalis) |
- rembetiko song Xάρε, του λέγω, ~με ακόμα για να ζήσω (IPetrop) |
- poem ~τότε το κύμα, όπου θέλει να σπάζει (KChatzop) |
- στη βρύση των χειλιώνε σου, καλή μου, | της δίψας μου τη φλόγα ~ να σβήσω (Karyotakis)
- ⓐ leave (alone), let (be) (syn άφησε):
- ~με ήσυχο |
- ~ το παράθυρο ανοιχτό |
- να προσπαθήσεις· κι ~ καταμέρος την εντύπωσή σου (Palam) |
- πάρε τις γυναίκες σου και φύγε· κι ~ το βασίλειο σ' εμάς (Varnalis) |
- η πεθερά της τη σταμάτησε |
- "~, θα πάω εγώ" (Karagatsis) |
- folks. άσπλαχνη δεν με λυπάσαι; ~με στο χάλι μου (Passow)
- ⓑ let's wait until, wait and see (syn κάτσε, περίμενε):
- folkt ~να δούμε .. άμα τελειώσει το φαΐ του και δεν κάνει το σταυρό του, πάρ' τον (Loukatos) |
- είσαι νέος ακόμα· ~ να σε μάθω εγώ (Makryg) |
- θα τα κανονίσουμε όλα· απόψε κιόλα· ~ να νυχτώσει (Petsalis)
- ② let go, drop (it), never mind, leave, forget (syn άφησε):
- άσ' το κάτω leave it on the floor, let go (of it) |
- ~τώρα τα κουπιά και παίξε μας κανένα σκοπό (Nirvanas) |
- ~ τα λουλούδια και κοίτα τη δουλειά σου (ChZalokostas) |
- folks. άστε, λεβέντες, τ' άρματα, αφήστε το τουφέκι (Theros) |
- poem θα με ξεσκίσετε, άστε με (Stavrou Ar)
- ⓒ cut out, cut off, enough of, stop (syn κόψε, σταμάτα):
- άσ' τα πολλά λόγια |
- άσ' τ' αστεία, την ειρωνεία, τα κόλπα, τα τσαλιμάκια |
- άσ' τ' αυτά come off it, stop this nonsense |
- ~τις σαχλαμάρες και βοήθησέ με να φορτωθώ τη ντουλάπα (ChZalokostas)
- ③ phr ας τα forget it!, don't ask!:
- "πώς τα περνάς;" "ας τα!" (Psathas) |
- από τότε που πήγα φυλακή, ας τα (Katselli) |
- η Στέλλα είναι αρσενικοθήλυκη· ας τα, την κακομοίρα (Charis)
- ⓓ phr άσε (που) let alone, not to speak of (near-syn L εξάλλου):
- ήτανε για κείνη, όμως, να σκάσει, δε θα της το 'λεγα· ~που δε θα κοτούσα ποτές να μιλήσω για τέτοια πράματα (Myriv) |
- παντού σμπίροι, ολούθε χαφιέδες· .. ~ πια το πώς και το τι πλερώνουνε οι χωριάτες (Petsalis) |
- άστε πια που κι οι ανθρώποι έχουνε τώρα τα καράβια γι' αραμπάδες της θάλασσας (Vlami)
[syncopated fr ας (← άφες) w. -ε, 2sg aor imper of αφίω, αφίνω ← αφίημι]
- ① let, allow, permit (syn άφησε):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσεβα [áseva] adv
- impiously, disrespectfully (syn L ασεβώς):
- poem .. ξαπλώσατε ~τα χέρια προς εμένα | και στα νησιά μου στρέψατε άσελγα τη δούλη σκέψη (Sikel)
[der of άσεβος]
- impiously, disrespectfully (syn L ασεβώς):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασέβεια η [asévia] Ο27 : 1.η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ασεβούς, η περιφρόνηση προς ό,τι θεωρείται ιερό ή σεβαστό: Ο Θεός τιμώρησε τους ανθρώπους για την ασέβειά τους. ANT ευσέβεια. Έδειξε ~ στους γονείς του. Tιμωρήθηκε για ~ προς το δικαστήριο. 2. λόγος ή πράξη ασεβής: Aυτό που είπες / που έκανες ήταν μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀσέβεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασέβεια η.
-
- 1) Έλλειψη σεβασμού σε ανωτέρους ή τα θεία:
- Ασέβεια και αμάρτημα τοσούτο καταργίζω (Ζήν. Δ´ 185).
- 2) Ασεβής πράξη, ασέβημα:
- ασέβειαν που εποίκαν οι ασεβείς Ρωμαίοι (Χρον. Μορ. H 620).
[αρχ. ουσ. ασέβεια. Η λ. και σήμ.]
- 1) Έλλειψη σεβασμού σε ανωτέρους ή τα θεία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασέβεια [asévia] η, (L)
- ① impiety, ungodliness (syn ανευλάβεια, ant ευλάβεια, σεβασμός):
- μιλάει αδιάκοπα με ~για το θεό (Athanasiadis-N)
- ⓐ impious act or behavior, impiety (syn ασέβημα):
- στην αρχαία Eλλάδα .. το να μην παντρευτεί κανείς θεωρούνταν ~ |
- υπάρχει ακόμα ο φόβος του θεού, που γι' αυτόν είναι ~ .. η σπατάλη των καρπών της γης (Floros) |
- απέναντι σε μια ~ των επικών ηρώων .. οι θεοί αντιδρούν με την οργή τους (Maronitis)
- ② disrespect, irreverence (near-syn αναίδεια 1, αυθάδεια, ant σεβασμός):
- ~στους γονείς |
- ~ στη μνήμη του δείνα |
- ούτε είναι ~ στους αρχαίους να ρωτηθούμε για τη μορφωτική τους αξία (Kakridis) |
- τον Nτον Zουάν δεν τον χαρακτηρίζει μόνον η ~ και η περιφρόνηση για τους νόμους και για τους ανθρώπους (Papatsonis, adapted)
[fr kath ασέβεια ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① impiety, ungodliness (syn ανευλάβεια, ant ευλάβεια, σεβασμός):
[Λεξικό Κριαρά]
- ασεβεύω.
-
- Θεωρώ κάπ. ασεβή· καταδικάζω:
- τον ος να ασεβέψουν οι κριτάδες (Πεντ. Έξ. ΧΧΙΙ 8).
[<ασεβώ κατά τα ρ. σε ‑εύω]
- Θεωρώ κάπ. ασεβή· καταδικάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασέβημα [asévima] το, (L) = ασέβεια
- 1b:
- σε καμιάν άλλη πόλη ελληνική δεν έγιναν ασεβήματα μεγαλύτερα και συχνότερα από τα δικά τους (Papanoutsos)
[fr kath ασέβημα ← postmed (Somavera) ← AG, der of ασεβώ]
- 1b:
[Λεξικό Κριαρά]
- ασεβής, επίθ.· πληθ. αρσ. ασεβάδες.
-
- 1) Που δε σέβεται (το Θεό ή τους ανθρώπους):
- (Αλφ. 1474), (Χρον. Μορ. H 620).
- 2) Που δεν είναι χριστιανός, αλλόθρησκος:
- οι ασεβείς … εσκούζαν Αλλάχ! (Διακρούσ. 982).
- 3)
- α) Άδικος:
- εγώ και ο λαός μου οι ασεβάδες (Πεντ. Έξ. ΙΧ 27)·
- β) ένοχος:
- μη πάρετε συμπάθημα εις ψυχή φονέα, ος αυτός ασεβής για να πεθάνει (Πεντ. Αρ. XXXV 31).
- α) Άδικος:
- 4) Φαύλος, κακός:
- ο ασεβής την βασιλείαν απήρεν (Χρον. Μορ. H 458).
- 5) Που δε σέβεται το νόμο·
- (εδώ) επίορκος:
- όποια (ενν. αμαζών) … σφάλει, σαν ασεβή την έχομε (Αλεξ. 2546).
- (εδώ) επίορκος:
[αρχ. επίθ. ασεβής. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που δε σέβεται (το Θεό ή τους ανθρώπους):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασεβής -ής -ές [asevís] Ε10 : 1.για κπ. που δε σέβεται ό,τι θεωρείται ιερό ή σεβαστό: Είναι ~ (άνθρωπος), δε σέβεται τα θεία. ANT ευσεβής. Mη γίνεσαι ~ προς τους δασκάλους σου. 2. για κτ. που εκδηλώνει ασέβεια: ~ λόγος / πράξη / συμπεριφορά.
(λόγ.) ασεβώς ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρθηκε ~, με ασέβεια. [λόγ. < αρχ. ἀσεβής, ελνστ. ἀσεβῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασεβής1 [asevís] ο, (L)
- impious person (syn άσεβος1, ant ο ευσεβής):
- ο δεισιδαίμων και υποκριτής θα στοχασθεί αυτά οπού είπα ως λόγια ενός αιρετικού, ενός ασεβούς (Demetrieis) |
- διαβάζεις αμαρτωλά κοσμικά βιβλία, που τα έγραψαν, λένε, ασεβείς, ειδωλολάτρεις (Sardelis) |
- το ακροατήριο σύσσωμο, μαζί με τους φανατικότερους ασεβείς, έκραξαν από τη συγκίνηση (Papatsonis)
[substantiv. m of ασεβής2]
- impious person (syn άσεβος1, ant ο ευσεβής):