Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσβηστος, επίθ.· ανάσβηστος· ανέσβηστος.
-
- 1) Που δε σβήνει:
- ανέσβηστη φωτιά (Πιστ. βοσκ. I 5, 199).
- 2) (Μεταφ.) ασίγαστος, ακαταπράυντος:
- άσβηστος ο θυμός του (Ροδολ. Α´ 175).
[<αρχ. επίθ. άσβεστος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που δε σβήνει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσβηστος -η -ο [ázvistos] Ε5 : 1.που δεν έσβησε ή που δεν τον έσβησαν: H φωτιά είναι ακόμα άσβηστη. Άφησε τη φωτιά άσβηστη. 2. (μτφ.) άσβεστος2.
[μσν. άσβηστος < αρχ. ἄσβεστος κατά το σβέννυμι > σβήνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσβηστος, -η, -ο [ázvistos]
- ① unextinguished, inextinguishable (syn άσβεστος 1):
- ξέχασε άσβηστο το τσιγάρο της |
- σε μια γωνιά της καίει άσβηστο το καντήλι ενός αγίου (Palam) |
- [ο ήλιος] πρόβαλε στην άκρη τ' ουρανού ολόφλογος σα μια θαματουργή φωτιά άσβηστη μέσ' το νερό (Drosinis) |
- poem κι άσβηστο γέλιο τότε ασκώθηκε μέσ' τους μακαρισμένους (Homer Il 1.599 Kaz-Kakr) |
- μέσα μου φέγγουνε άσβηστα και τα γλαυκά σου μάτια (Sikel) |
- θα καρτερώ από τ' άσβηστό μου αστέρι | μιαν αγάπη καινούργια να μου φέρει (Dimakis)
- ② inerasable, indelible, ineffaceable (syn in άσβεστος 2):
- άσβηστη εικόνα, θύμηση |
- άσβηστο μολύβι |
- άσβηστα ίχνη |
- μου έμεινε άσβηστη στη μνήμη .. η εντύπωση εκείνη (Theotokas) |
- με τη δυνατή του διάνοια .. έβαλε άσβηστη σφραγίδα στην ανθρώπινη διανόηση (Theodoridis) |
- poem πύρινα γράμματ' άσβηστα θα ιδεί γραμμένα απάνω μου (Palam) |
- βάσταξε άσβηστα τ' αχνάρια των ποδιών μου (DCharitos)
- ③ unquenchable, irrepressible, ineradicable (syn in άσβεστος 3):
- ~καημός, πόθος |
- άσβηστη αγάπη, λύση |
- άσβηστο μίσος, πάθος |
- παρουσίαζε .. μια άσβηστη δίψα για μάθηση (Xenop) |
- αυτά τα τραγούδια κρατούσαν την άσβηστη ελπίδα (Melas) |
- μνημόνευε το περιστατικό με .. άσβηστη μνησικακία (Theotokas)
[fr postmed, MG άσβηστος, cpd w. σβηστός (: σβήνω); cf άσβεστος2]
- ① unextinguished, inextinguishable (syn άσβεστος 1):