Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσαρκος, επίθ.
-
- Που δεν έχει σάρκα, υλική υπόσταση, άυλος:
- ώσπερ άσαρκος έτρεχεν στα σπαθία (Διγ. Z 3188).
[αρχ. επίθ. άσαρκος. Η λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει σάρκα, υλική υπόσταση, άυλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσαρκος -η -ο [ásarkos] Ε5 : πολύ αδύνατος, οστεώδης: Tο άσαρκο σώμα του. Tα άσαρκα χέρια του.
[λόγ. < αρχ. ἄσαρκος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσαρκος1 [ásarkos] ο,
- fleshless or very thin person:
- από πού μας έφερες αυτόν τον άσαρκο, για να μας ταπεινώσει; (Papantoniou)
[substantiv. m of άσαρκος2]
- fleshless or very thin person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσαρκος2, -η, -ο [ásarkos]
- ① having no flesh, fleshless:
- ~σκελετός |
- άσαρκη ψυχή |
- άσαρκο όστρακο |
- άσαρκα κόκκαλα |
- σχεδόν φοβήθηκα, σαν να με περικύκλωναν άσαρκα, πύρινα φαντάσματα (Thrylos) |
- θέλουν τους γονείς άσαρκους, άυλους, άψογους, δυνατούς, πάνω από αδυναμίες (Palaiologos) |
- ξαφνιάστηκε βλέποντας μπροστά του έν' άσαρκο φάσμα χωρίς ρούχα (Tarsouli) |
- poem .. η Eλένη διάνευε ήσκιος ~και κούρσος όλο αγέρα (Kazantz Od 24.964)
- ⓐ lean, thin, skinny, bony (syn αχαμνός, ξερακιανός, L λιπόσαρκος):
- άσαρκη αγκαλιά |
- άσαρκο κορμί, μέτωπο, πρόσωπο, στήθος, στόμα |
- άσαρκα δάχτυλα, πόδια, χέρια |
- το καρύδι του γέρου λιχούδη στο μακρύ κι άσαρκο λαιμό του ανεβοκατέβηκε (Xenop) |
- τα κόκκαλά του φαίνονταν όλα κάτω από το άσαρκο πετσί (Roufos) |
- λιγνό χαμόγελο περνοδιαβαίνει αθόρυβο στ' άσαρκα χείλη τους (Panagiotop) |
- poem .. μπράτσα νευρικά | άσαρκα σαν τον κλώνο της ελαίας (AMatsas)
- ② lacking material substance, unsubstantial, immaterial, incorporeal (syn άυλος, near-syn ανυπόστατος 1):
- άσαρκη σκέψη, φαντασία |
- άσαρκο όνειρο, πνεύμα |
- η ιδέα η αφηρημένη, η άσαρκη, .. δεν μπορεί πια να χορτάσει την ψυχή τη σαρκοβόρα (Kazantz) |
- δεν αφηνόταν να παρασυρθεί από τις ακροβασίες τις μαγευτικές της άσαρκης θεωρίας (Panagiotop) |
- poem κρατώντας στα χέρια μου τον άσαρκο λόγο, | δέομαι κλ (Avgeris)
[fr MG άσαρκος ← PatrG, K, AG]
- ① having no flesh, fleshless: