Παράλληλη αναζήτηση
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρωμα το [ároma] Ο49 : 1α.ευχάριστη μυρωδιά: Tα τριαντάφυλλα έχουν λεπτό ~. Σαπούνι με ~ λεβάντας. Tο ~ του φρεσκοκομμένου καφέ. H άνοιξη είναι γεμάτη αρώματα. || (επέκτ.) για κτ. που έχει αρωματική μυρωδιά: Aυτά τα ροδάκινα είναι ~. || (μτφ.): Οι μεσαιωνικές πόλεις αποπνέουν το ~ μιας άλλης εποχής, δίνουν την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής. Aυτός ο νέος αναδίδει το ~ της αγνότητας, είναι και δείχνει ψυχικά αγνός. β. η γεύση που δίνει μια αρωματική ουσία που περιέχεται σε κάποια τροφή: Παγωτό με ~ σοκολάτα(ς) / φράουλα(ς). 2. υγρό μείγμα φυτικών και συνθετικών ουσιών με έντονη μυρωδιά που διατηρείται πολύ και που χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό του σώματος: Ένα ακριβό / βαρύ / ελαφρό ~. Δε βάζει ποτέ καλλυντικά και αρώματα. (έκφρ.) (όλο) φρου φρου* κι αρώματα.
[λόγ. < ελνστ. ἄρωμα, αρχ. σημ.: `αρωματικό φυτό΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- άρωμα το.
-
- 1)
- α) Ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιά:
- του λιβανιού το άρωμα (Σκλέντζα, Ποιήμ. 744)·
- β) άρωμα, μύρο:
- εχρίσαν το κορμί του … μετά των αρωμάτων (Πόλ. Τρωάδ. 7238).
- α) Ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιά:
- 2) Καρύκευμα, μπαχαρικό:
- πολλές λογιές αρώματα ήταν σ’ αυτά (ενν. τα καμήλια) βαλμένα (Χούμνου, Κοσμογ. 1574).
[αρχ. ουσ. άρωμα. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρωμα [ároma] το,
- ① perfume, fragrance, scent, aroma (syn ευωδιά, μύρο, ant δυσοσμία L, βρώμα):
- βαρύ, ευχάριστο, λεπτό ~ |
- ~ του θυμαριού, του καφέ, του πεύκου |
- ~ από αγιόκλημα |
- ένοιωσε το ~ των μαλλιών της μεθυστικό (Myriv) |
- όταν έβγαζαν άνθια οι λεμονιές, ο κόσμος γιόμιζε ~ (Rysianos) |
- poem η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα (Solom)
- ② substance that emits a pleasant smell, perfume, scent (syn αρωματικό, παρφέν, near-syn κολόνια, μυρωδικό):
- τι ~φοράει; |
- έβαλε ~ βανίλιας στο γλυκό |
- ερχόσαντε συχνά οι κοπελιές και ψωνίζανε αρώματα και βότανα (Petsalis) |
- [ο σκηνοθέτης] έδωσε εντολή να τρομπάρουν στην αίθουσα ~και να χαμηλώσουν το καλοριφέρ (Koufop)
[fr postmed, MG άρωμα ← K (also pap), AG]
- ① perfume, fragrance, scent, aroma (syn ευωδιά, μύρο, ant δυσοσμία L, βρώμα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρωματίζω [aromatízo] -ομαι Ρ2.1 : α.βάζω άρωμα2 ή κολόνια σε κτ.: Aρωμάτισε το μαντίλι της / το πρόσωπό της. || (παθ.) βάζω άρωμα στο σώμα μου: Aυτή η γυναίκα είναι πάντα μακιγιαρισμένη και αρωματισμένη, παρφουμαρισμένη. || για κτ. που σκορπάει το άρωμά του: Tα λουλούδια αρωματίζουν τον αέρα. Yπάρχουν ειδικές ταμπλέτες που αρωματίζουν τους κλειστούς χώρους. β. προσθέτω σε κτ. μια αρωματική ουσία: Tο ούζο το αρωματίζουν με γλυκάνισο. Kρέμα αρωματισμένη με βανίλια.
[λόγ. < ελνστ. ἀρωματίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρωματίζω [aromatízo] ipf αρωμάτιζα, aor αρωμάτισα (subj αρωματίσω), mediop αρωματίζομαι, ipf αρωματιζόμουν, aor αρωματίστηκα, (L)
- ① trans provide w. a pleasant smell, perfume, scent (syn ευωδιάζω, μοσκοβολώ):
- ~τα μαλλιά, τα ρούχα μου (syn παρφουμάρω) |
- ψησταριές αρωματίζουν το άστυ |
- αρωματίζουν τους πελάτες του καταστήματος μετά την πυρκαγιά |
- αρωματίζει με την ευωδία της νοικοκυροσύνης την εστία μας |
- το σκυλί είχε μάθει να μη γαβγίζει τους επισκέπτες, όχι όμως και να μην αρωματίζει κάθε τόσο το σαλόνι (Xenop) |
- οι σωματέμποροι τις έντυναν, τις στόλιζαν, τις αρωμάτιζαν και τις ανέβαζαν στο κατάστρωμα (Panagiotop) |
- τα πεύκα, τα θυμάρια .. αρωματίζουν την ατμόσφαιρα (Melas) |
- άπλωσε το περιεχόμενο της κατσαρόλας, τ' αρωμάτισε με την κανέλλα (Chourmouziadis)
- ⓐ mediop αρωματίζομαι receive perfume or perfume o.s. (syn παρφουμάρομαι):
- τα χέρια της γλιστρούσανε στα χέρια μου και σταματούσε απάνου στο βιβλίο και το φύλλο αρωματίζοταν (Palam) |
- poem περαστικό το αυλάκι | κοντά σου, αρωματίστηκε (Xydis)
- ② fig infuse a positive or pleasant quality into, pervade w. an aura:
- το όνομα δεν έχει κανένα άρωμα ..· το χέρι, που το γράφει, είναι η πηγή που αρωματίζει (Palam) |
- η ευτυχία ήταν έτοιμη ν' αρωματίσει όλες της τις ώρες (Katsigra) |
- poem οι λαμπρές φρίκες των δακρυσμένων σπιτικών | αρωματίσαν και το χωρισμό (NPappas)
- ③ intr emit a pleasant smell (syn ευωδιάζω, μοσκοβολώ):
- βαδίζει σαν βασίλισσα ανάμεσα στα τραπέζια, θροΐζοντας ολόκληρη και αρωματίζοντας και αχτινοβολώντας (Theotokas)
[fr kath αρωματίζω ← K]
- ① trans provide w. a pleasant smell, perfume, scent (syn ευωδιάζω, μοσκοβολώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρωματικό [aromatikό] το,
- substance that emits a pleasant smell, scent (syn άρωμα 2, μυρωδικό):
- ξεπλύνετε το στόμα σας με νερό, που θα έχετε στάξει μέντα ή άλλο ~(Saratsis) |
- σ' αρέσει η μυρωδιά; καίω ένα σπάνιο ~ από την Aραβία (Roufos)
[fr MG αρωματικόν ← K, substantiv. n of αρωματικός]
- substance that emits a pleasant smell, scent (syn άρωμα 2, μυρωδικό):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρωματικός, επίθ.
-
- Που αναδίδει ευωδιά, που μοσχοβολάει:
- αρωματικήν λαύραν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [401])·
- έκφρ. φύλλον αρωματικόν = είδος φαρμακευτικού φυτού:
- (Ιερακοσ. 38814‑5).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Άρωμα:
- ευωδία αρωματικών (Φυσιολ. 35124).
- 2) Μπαχαρικό, καρύκευμα:
- Το δικαίωμαν πάντων των αρωματικών, τουτέστιν όλων των αρτυματικών (Ασσίζ. 23831).
- 1) Άρωμα:
[μτγν. επίθ. αρωματικός. Η λ. και σήμ.]
- Που αναδίδει ευωδιά, που μοσχοβολάει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρωματικός -ή -ό [aromatikós] Ε1 : 1.που έχει ευχάριστη μυρωδιά, που αναδίδει άρωμα: Aρωματικά φυτά. Tα καλά πεπόνια είναι αρωματικά. Aρωματικά καπνά. Aρωματικά τσιγάρα / σαπούνια. || (ως ουσ.) τα αρωματικά, φυσικές ή τεχνητές ουσίες που αρωματίζουν. 2. (χημ.) Aρωματικές ενώσεις, είδος οργανικών ενώσεων. ~ χαρακτήρας, το σύνολο των ιδιοτήτων των αρωματικών ενώσεων. Aρωματικές αλκοόλες. Aρωματικοί υδρογονάνθρακες, είδος ακόρεστων οργανικών κυκλικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀρωματικός· 2: σημδ. αγγλ. aromatic (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀρωματικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρωματικός, -ή (& -ιά), -ό [aromatikós]
- having or emitting a pleasant smell, sweet-smelling, fragrant, aromatic (syn αρωματισμένος 2, αρωματώδης L, μυρωδάτος, μυρωδικός):
- ~θάμνος, καρπός, καφές |
- αρωματική ευωδία, ουσία |
- αρωματικό κορμί, κρασί, λάδι, μέλι, σαπούνι |
- αρωματικά βότανα |
- αρωματικά αλάτια μπάνιου |
- όλα της τα κρέατα είναι εξαίρετα, επειδή βόσκουν μια γη αρωματική (Demetrieis) |
- σας σερβίρουν αρωματικές φράουλες με τραγανή σάρκα (Palaiologos) |
- λένε κάποιο θρησκευτικό δίστιχο, .. ανάβουν ένα αρωματικό ξυλάκι (Evelpidis) |
- poem εδώ μέντα καραμέλα | έχω αρωματικιά (Karyotakis)
[fr postmed, MG αρωματικός ← K (Diosc, Plut; also pap), der of άρωμα]
- having or emitting a pleasant smell, sweet-smelling, fragrant, aromatic (syn αρωματισμένος 2, αρωματώδης L, μυρωδάτος, μυρωδικός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρωμάτισμα το [aromátizma] Ο49 : η ενέργεια του αρωματίζω· αρωματισμός.
[λόγ. αρωματισ- (αρωματίζω) -μα]