Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρχοντας ο [árxondas] Ο5 θηλ. αρχόντισσα [arxóndisa] Ο27 στη σημ. 2α : 1.αυτός που κατέχει μια ανώτατη εξουσία: Aνώτατος ~, Πρόεδρος Δημοκρατίας ή βασιλιάς. Δημοτικοί άρχοντες, δήμαρχοι και κοινοτάρχες. Aιρετοί / κληρονομικοί άρχοντες. Οι άρχοντες του κόσμου, οι ηγέτες των μεγάλων και ισχυρών κρατών. (έκφρ.) ο ~ της Kολάσεως* / του σκότους*. 2. (ιστ.) α. προύχοντας. || (παρωχ.) εύπορος και από καλή οικογένεια πολίτης: Ήταν ~ στον τόπο του. Zει σαν ~. ΠAΡ Ο Θεός να σε φυλάει από καινούριο άρχοντα κι από παλιό διακονάρη, για να δηλώσουμε ότι ο ταπεινής καταγωγής άνθρωπος, όταν αποκτήσει εξουσία, γίνεται πολύ σκληρός. || για άνθρωπο αξιοπρεπή, με αρχοντική συμπεριφορά: Είναι ~ μέσα στη φτώχεια του. || (θηλ.) η γυναίκα του άρχοντα. β. καθένας από τους εννέα άρχοντες στην αρχαία Aθήνα.
[2α: μσν. άρχοντας < αρχ. ἄρχων, αιτ. -οντα `αξιωματούχος, κυβερνήτης΄· 1, 2β: λόγ. < αρχ. ἄρχων, αιτ. -οντα· μσν. αρχόντισσα < άρχοντ(ας) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- άρχοντας ο,
- βλ. άρχων.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρχοντας [árxondas] ο, gen άρχοντα (& D αρχόντου), pl άρχοντες (D αρχοντάδες & αρχόντοι)
- ① ruler, commander, lord, sovereign (syn άρχος D, άρχων1 L, near-syn δεσπότης, κυβερνήτης L):
- δίκαιος, παντοδύναμος ~ |
- ~ της πόλης, της χώρας |
- απόλυτος ~ absolute ruler |
- ανώτατος ~ head of state (s. ανώτατος άρχων 2a) |
- ο ~ του κόσμου euphem the Devil, Satan (syn διάβολος, εωσφόρος, σατανάς) |
- η καλόπιστη κριτική ωφελεί τους αρχόμενους και τους άρχοντες |
- η ιδιωτική ζωή των αρχόντων μας είναι σεβαστή |
- ο ~... αγρυπνά για τη σωτηρία των σωμάτων και των ψυχών του συνόλου (Tatakis) |
- ο λαός έχει κουραστεί από τις ψευτιές και τις κατεργαριές των αρχοντάδων του (Bastias) |
- poem κι αρχίζουνε παραμυθάκια | .. | για το βοσκό, που είχε αγαπήσει | μια κόρη αρχόντου βασιλιά (Zevgoli)
- ⓐ person in authority, leader, prince (syn L ηγέτης):
- εκκλησιαστικός, θρησκευτικός ~ |
- έτσι βλέπεις τους άρχοντες της εκκλησίας, βρε αιρετικέ; (Prevelakis)
- ② AG hist magistrate, official, archon (syn L άρχων1):
- ήταν τόσοι πολλοί οι Aχαιοί ώστε δε διατηρήθηκε κανένα όνομα άρχοντά τους (ChZalokostas) |
- poem μαζεμένοι σμάρια σμάρια, σάμπως σε σφηκοφωλιές, | πάνε και δικάζουν όπου ο ~κλ (Stavrou Ar)
- ③ lord, master (syn άρχος 2a, αφέντης):
- ο ~του πύργου είχε υποσχεθεί την απελευθέρωση του πατέρα της (Ouranis) |
- κι ο κάβουρας στην τρύπα του λογιέται μεγάλος ~ (Prevelakis)
- ⓑ man of substance or social stature, rich or powerful person, notable, squire (syn άρχος 2b, προύχοντας):
- ανοιχτοχέρης, πλούσιος ~ |
- οι αρχόντοι του τόπου |
- ~του πλούτου (syn L πλουτοκράτης) |
- πρώτος ~ του νησιού |
- prov ο ~με τα καλά του κι ο φτωχός με τα παιδιά του a rich man displays his wealth and a poor man his children, a poor man's children are his source of pride |
- του επιτρέπουν τα εισοδήματά του να ζει σαν ~ (Melas) |
- έρχεται στο Άργος να χτυπήσει τους αρχόντους της Ύδρας, που τον μάχονται (Petsalis) |
- να μαθευτεί απ' όλους, άρχοντες και παρακατιανούς, το άδικο που γίνεται στον τόπο (Bastias) |
- folks. .. δεν είμαι δούλα σου, κρασί να σε κεράσω· | εγώ 'μαι νύφη προεστών κι αρχόντων θυγατέρα (DPetrop) |
- poem πού 'ναι τα μεγάλα σας, | αρχόντοι, πλούτη; (Gryparis)
- ④ person of noble parentage or manners, nobleman, gentleman (syn αριστοκράτης 1, ευγενής):
- αρχόντοι της χρυσής βίβλου noblemen of the libro d' oro (the peerage book of the IonIsl) |
- κάτι ξεπεσμένοι άρχοντες εξακολουθούν να κατοικούν μια πτέρυγα του πατρογονικού τους (Papatsonis) |
- ο Π. δεν λησμονεί πως είναι ο ~ο ευπατρίδης, που γενοκρατιέται από το Bυζάντιο (Panagiotop) |
- ο K., λεπτός στους τρόπους, ~ στις εκφράσεις, ήξερε τι ν' αποφεύγει ευγενικότατα (Chatzinis)
- ⓒ in voc, mode of respectful address milord, sir, gentleman (syn αφέντη):
- άρχοντά μου, .. αγαπώ την κόρη σου κι η κόρη σου μ' αγαπά (Drosinis) |
- ο τόπος σας, αρχόντοι μου, λέτε πως διώχνει τα σύννεφα τον καιρό που χρειάζονται (Venezis) |
- folks. καλήν ημέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, | Xριστού την θείαν γέννησην να πω στ' αρχοντικό σας (DPetrop)
- ⑤ husband (syn άνδρας 4, άρχος 3, ο σύζυγος):
- τα κόκκαλα του άρχοντά μου θα τρίζαν μέσα στον τάφο του (Tsirkas)
- ⑥ fig person outstanding in a field or profession, prince:
- ~των σαλονιών |
- ευχαρίστησα το φιλόσοφο για την τιμή που, ευγενής καθώς είναι οι άρχοντες της σκέψεως, θέλησε να μου κάμει (Papantoniou) |
- τον αποκαλεί άρχοντα του υψηλότερου ασματικού τόνου (Papatsonis) |
- ο Σολωμός είχε γύρω του έναν κύκλο θαυμαστών ..., που έλεγαν πάντοτε ναι μπροστά στον πνευματικό άρχοντα (Chatzinis)
[fr postmed, MG άρχοντας ← MG, PatrG άρχων ← K (also pap), AG]
- ① ruler, commander, lord, sovereign (syn άρχος D, άρχων1 L, near-syn δεσπότης, κυβερνήτης L):