Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρχομαι [árxome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) αρχίζω, συνήθ. στην εκφορά άρχεται η συνεδρίαση.
[λόγ. < αρχ. ἄρχομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρχομαι [árxome] άρχεται, aor ήρξατο (imper 2pl άρξασθε) (L) only in set phr
- begin, start, commence (syn αρχίζω):
- άρχεται η δίκη, η επίθεση, η συνεδρίαση |
- ήρξατο (pl ήρξαντο) χειρών αδίκων he (they) struck the first blow |
- άρξασθε! gym, milit etc commence!
[fr kath άρχομαι ← MG, PatrG ← K (also pap), AG, mi of άρχω]
- begin, start, commence (syn αρχίζω):