Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρτος ο [ártos] Ο18 : 1.(λόγ.) το ψωμί: ~ λευκός / μέλας / πιτυρούχος. ~ διπυρίτης, παξιμάδι. ~ ένζυμος / άζυμος. Πρατήριο άρτου. 2. (εκκλ.) α. (άγιος) ~, που αγιάζεται και μοιράζεται για τη Θεία Ευχαριστία. β. (συνήθ. πληθ.) οι πέντε άρτοι που προσφέρονται από τους πιστούς σε γιορτές ή σε μνημόσυνα και μοιράζονται, αφού ευλογηθούν και τεμαχιστούν από τον ιερέα. || (έκφρ.) ο επιούσιος* ~. ΦΡ ~ και θεάματα, για νοοτροπία ή τρόπο ψυχαγωγίας που αρκείται στο θεαματικό και εντυπωσιακό και δεν επιζητεί ποιότητα ή προβληματισμό.
[λόγ. < αρχ. ἄρτος]
[Λεξικό Κριαρά]
- άρτος ο.
-
- Ψωμί:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1953)·
- (θρησκ., προκ. για άρτο προσφοράς ή θυσίας):
- (Xούμνου, Kοσμογ. 887)·
- εκφρ.
- (1) άρτος αγγέλλων = το μάννα που έθρεψε τους Eβραίους στην έρημο:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1451)·
- (2) ο άρτος της ζωής, ο ουράνιος άρτος = ο άρτος της Θείας Κοινωνίας, το σώμα του Xριστού:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 618), (Φυσιολ. (Legr.) 1067).
- (1) άρτος αγγέλλων = το μάννα που έθρεψε τους Eβραίους στην έρημο:
[αρχ. ουσ. άρτος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ψωμί:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρτος [ártos] ο, (L)
- ① (loaf of) bread (syn ψωμί):
- πιτυρούχος ~wholewheat bread (syn μαύρο ψωμί) |
- διπυρίτης ~ milit twice baked bread, biscuit (syn γαλέτα) |
- η αγάπη είναι σαν τους άρτους του ευαγγελίου, που πολλαπλασιάζονται και μοιράζονται σε όλους (Evelpidis)
- ⓐ means of subsistence, food (syn τροφή):
- phr επιούσιος ( daily bread |
- phr ( και θεάματα bread and circuses (supplied by despots to keep the populace content) |
- με τον ιδρώτα σου θα φας τον άρτο σου (Papatsonis) |
- poem .. τα φύλλα τούτα | είναι ο ( της γης (Sinop) |
- .. ( αγγέλων να γενεί μπορεί η σποδός, ν' ανθίσει η κόπρος κρίνα (Barlas)
- ⓑ fig means of spiritual sustenance or intellectual development, food:
- η πλατύτερη κυκλοφορία αποτελεί τον άρτο του βίου της καλλιτεχνικής εργασίας |
- το έργο τους δεν είναι ( ζωής για κάθε γενιά (Panagiotop) |
- η σοφία του Παλαμά ήταν ο (, που έπρεπε να τον γευθούν και οι Έλληνες μαζί με τους άλλους πολιτισμένους λαούς (Charis) |
- ο φιλόλογος .. δεν είναι ρηχός διαφωτιστής, που εκλαϊκεύει τον άρτο του λόγου (Theodorakop)
- ② eccl, Christ relig bread offered to church and blessed by the priest during the service, altar bread, oblation (syn in αρτοκλασία 2):
- τις προσφορές και τους άρτους της αρτοκλασίας τα παρασκεύαζαν με ψιλοκοσκινιστό αλεύρι |
- είχε κουβαλήσει και λάδι και κερί .. κι άρτους για τον εσπερινό (Bastias) |
- απόλυσε η λειτουργία, μοιράσανε τον άρτο (Prevelakis)
- ③ consecrated piece of bread dipped in wine & offered during holy communion, Eucharist (syn μεταλαβιά, L μετάληψη):
- πήρε από το αρτοφόρι με τη λαβίδα ένα τρίμμα άρτο, του 'σταξε έναν κόμπο κρασί και .. κοινώνησε τον ετοιμοθάνατο (Prevelakis)
[fr postmed, MG άρτος ← PatrG, K (also pap), AG ἄρτος]
- ① (loaf of) bread (syn ψωμί):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτοσκεύασμα το [artoskévazma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : ονομασία διάφορων προϊόντων της αρτοποιίας και της ζαχαροπλαστικής (κουλούρια, κουλουράκια, σταφιδόψωμα, κρουασάν κ.ά.).
[λόγ. αρτο- + σκεύασμα κατά το παρασκεύασμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτόσχημος, -η, -ο [artós imos] (L) arche.
- shaped like a loaf of bread:
- αρτόσχημο αγγείο
[fr kath (neol) αρτόσχημος, cpd w. σχήμα]
- shaped like a loaf of bread: