Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρτια [ártia] adv (L)
- properly, perfectly, fully, completely (syn αρτίως, near-syn σωστά, τέλεια):
- αναπτύσσεται, ζει ~ |
- ~ ειδικευμένος, εκπαιδευμένος, μορφωμένος, οπλισμένος, ρυθμισμένος |
- ~ εξοπλισμένο νοσοκομείο |
- ~ συγκροτημένο εκπαιδευτικό σύστημα |
- να αξιοποιηθούν ~ οι δυνάμεις της τεχνικής |
- τα πρόσωπα του έργου αποδόθηκαν ~ από τους ηθοποιούς |
- γυρεύουν να εκπληρώσουν ~ τον προορισμό τους (Palam) |
- ξεκινούν για τη ζωή με ~ ισορροπημένες τις ψυχικές τους δυνάμεις (Tsatsos) |
- η έμπνευση του καλλιτέχνη είναι ελεύθερη να διαλέξει τον τύπο, που θα την εκφράσει αρτιότερα (Papanoutsos) |
- το ζήτημα υπάρχει .. ακόμη και όπου οι μηχανογραφικές υπηρεσίες είναι αρτιότατα οργανωμένες (Panagiotop)
[fr K, AG ἄρτια, der of ἄρτιος]
- properly, perfectly, fully, completely (syn αρτίως, near-syn σωστά, τέλεια):