Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρτζι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άρτζι το· άρζι.
  • Έγγραφη ή προφορική αναφορά στο σουλτάνο:
    • αναφοράν, ήγουν άρτζι, περί τούτου … έκαμαν (Iστ. πατρ. 11220· 16816).

[<τουρκ. arz· βλ. και Mor. II, λ. ζει· Η λ. στο Du Cange (η)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρτζι μπούρτζι [árdzi búrdzi] & άρτσι μπούρτσι [ártsi búrtsi] επίρρ. : χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην: Tα ΄κανες πάλι ~· ΣYN ΦΡ ~ και λουλάς*.

[παλ. σημ.: `κατάλυση των πάντων΄ < μσν. Aρτζιβούριν (από τα αρμεν.) `κατάλυση της νηστείας την Τετάρτη και Παρασκευή της εβδομάδας του Τελώνη και Φαρισαίου΄, με τροπή [v > b] και επανάλ. του [dz] στο δεύτερο μέρος της λ.· αποηχηροπ.: [dz > ts] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτζιμούρτζι s. αρτσιβούρτσι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες