Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρση η [ársi] Ο31 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αίρω. 1. το σήκωμα, η ανύψωση. || (αθλ.): ~ βαρών, αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές σηκώνουν βάρη με διάφορες καθορισμένες κινήσεις. 2. η κατάργηση, η ακύρωση: ~ της παρεξήγησης / των αντιρρήσεων. ~ της απαγόρευσης / της ποινής / του αναθέματος. ~ της αντίφασης / της αντινομίας. || (μετρ.) στην αρχαία μετρική, η βραχεία συλλαβή· στη νεότερη, η άτονη συλλαβή. ANT θέση. || (μουσ.) το μέρος του μουσικού ρυθμού που εκτελείται με λιγότερη δύναμη. ANT θέση.
[λόγ. < αρχ. ἄρ(σις) -ση & σημδ. αγγλ. weight-lifting]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρση [ársi] η, gen άρσης & άρσεως, (L)
- ① lifting, raising (syn σήκωμα):
- ~των ποδιών, των χεριών |
- ~ βαρών weight- lifting
- ⓐ movement upward, rise, elevation (near-syn ανάταση 2):
- σκοπός του γοτθικού ανθρώπου είναι η οξεία άρνηση της βαρύτητας, η απόλυτη ~και έξαρση (Kanellop) |
- είναι δυνατή η ~ αυτή επάνω από τη στενή ειδίκευση (Lambridi)
- ⓑ mus, metr unaccented part of metrical or musical foot, arsis, upbeat (ant θέση):
- ο αριθμός των συλλαβών στην ~μπορεί να ποικίλλει, αλλά στη θέση περιέχει μια συλλαβή και μόνη
- ② lifting, elimination, removal, cancellation, abolition (syn αναίρεση 3, κατάργηση):
- ~του αποκλεισμού |
- ~ της λογοκρισίας |
- ~ της ασυλίας, του αφορισμού |
- ~ των εμποδίων, των αντιφάσεων, των διαφορών, των παρεξηγήσεων |
- ~ συναλλαγματικών περιορισμών |
- ~ απαγορευτικών νόμων |
- ~ κοινωνικών αδικιών |
- ~ ναρκοπεδίου milit minesweeping |
- ~ αδείας ιδρύσεως φροντιστηρίου |
- επιμένουν στην ~ των αντιπληθωριστικών μέτρων |
- η θρησκεία της αγάπης μόνο με την πίστη φθάνει στην ~ του κακού (Tsatsos) |
- το δικαστήριο, όταν το ζητήσουν και οι δύο σύζυγοι, μπορεί να διατάξει την ~ του χωρισμού (Christidis AK) |
- η ~ των διατιμήσεων είναι φυσικό να μην έχει άμεσο ευνοϊκό αντίκτυπο στις τιμές (PSolomos)
- ③ philos etc negation, denial (syn άρνηση 3, ant θέση):
- μόνο από τη θέση της μιας έννοιας πάμε κατά λογικήν αναγκαιότητα στην ~της άλλης (Tatakis) |
- η θέση του λόγου και η ~της ακολουθίας γίνεται στην δεύτερη προκείμενη πρόταση (Papanoutsos)
- ⓒ negating or contradicting member of a contrast, opposite thesis, antithesis (syn αντίθεση 1, ant θέση):
- ο Σωκράτης είναι ο αιώνιος συζητητής, ο στοχαστής που ένοιωσε τη σημασία της θέσης και της άρσης (Panagiotop) |
- ο φιλέταιρος αρχηγός (στην Oδύσσεια) αποτελεί τη θέση απέναντι στην ~, που συνιστούν οι νήπιοι σύντροφοι (Maronitis)
[fr kath άρσις ← PatrG, K (also pap), AG ἄρσις]
- ① lifting, raising (syn σήκωμα):