Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρρυθμος -η -ο [áriθmos] Ε5 : 1.που δεν έχει ρυθμό. ANT ρυθμικός: Οι κρότοι παράγονται από άρρυθμα ηχητικά κύματα. 2. που δεν έχει συμμετρία, κανονικότητα. ANT εύρυθμος: ~ χορός / βηματισμός.
άρρυθμα ΕΠIΡΡ: H καρδιά του χτυπούσε ~. [λόγ. < αρχ. ἄρρυθμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρρυθμος, -η, -ο [áriθmos] (L)
- ① lacking tempo, unrhythmical, irregular (ant έρρυθμος, εύρυθμος, ρυθμικός):
- ~στίχος, χορός |
- άρρυθμη ανάσα |
- άρρυθμο βήμα, λαχάνιασμα, τραγούδι |
- προτιμούσα ν' ακούω τις άρρυθμες και παράφωνες νότες τις δικές μου (Xenop) |
- παραδόθηκε στα άρρυθμα κουνήματα της μηχανής (Theotokas) |
- μια ρυθμική κίνηση είναι πιο εύκολη για τους μυώνες από μια άρρυθμη κίνηση (Moustoxydis) |
- poem το σπίτι γέμισε τριζόνια | χτυπούν σαν άρρυθμα λόγια (Seferis)
- ⓐ med pertaining to an irregular heartbeat, arrhythmic:
- ~σφυγμός fitful, irregular or uneven pulse |
- ~ παλμός |
- άρρυθμη καρδιά |
- το αίμα ξαναχυνόταν στις αρτηρίες άρρυθμο κι αργοκίνητο (Karagatsis)
- ② lacking a uniform style, lacking uniformity, disordered, irregular (ant έρρυθμος, εύρυθμος):
- ~ναός, άρρυθμο οικοδόμημα |
- ιδεολογικά άρρυθμη εποχή |
- η πρωτεύουσα του νομού δεν διαφέρει από τον μέσον όρο της άχρωμης, άρρυθμης ελληνικής επαρχιακής πολιτείας (Floros, adapted) |
- οι πυκνές καμπύλες και οι γωνιές δίνουν στο τοπίο ανήσυχην έκφραση, κάπως άρρυθμη (MChatzidakis)
- ⓑ irregular, uneven, unstable, disordered (syn έκρυθμος, ant εύρυθμος, τακτικός):
- άρρυθμες μεταβολές stat irregular variations |
- η απεργία προκάλεσε την άρρυθμη λειτουργία των σχολείων |
- η ζωή του είναι άρρυθμη, αλλοπρόσαλλη (Terzakis) |
- poem .. ήσουν κουρασμένος | απ' τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου (Anthias)
[fr kath άρρυθμος ← K, AG ἄρρυθμος]
- ① lacking tempo, unrhythmical, irregular (ant έρρυθμος, εύρυθμος, ρυθμικός):