Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρρητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άρρητα [árita] adv (L)
  • ineffably, inexpressibly (syn ανείπωτα, ανέκφραστα 2, απερίγραπτα):
    • οι παρομοιώσεις του είναι λεπτότατα διατυπωμένες και ~ευγενικές (Karantonis) |
    • η μορφή της B. έχει κάτι το ~ ιερό μέσα στην τραγικότητά της (Chatzinis)

[der of άρρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες