Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρρητα [árita] adv (L)
- ineffably, inexpressibly (syn ανείπωτα, ανέκφραστα 2, απερίγραπτα):
- οι παρομοιώσεις του είναι λεπτότατα διατυπωμένες και ~ευγενικές (Karantonis) |
- η μορφή της B. έχει κάτι το ~ ιερό μέσα στην τραγικότητά της (Chatzinis)
[der of άρρητος]
- ineffably, inexpressibly (syn ανείπωτα, ανέκφραστα 2, απερίγραπτα):