Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρρηκτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρρηκτος -η -ο [áriktos] Ε5 : που δε σπάει· αδιάσπαστος, στερεός: Mας συνδέουν άρρηκτοι δεσμοί φιλίας. άρρηκτα ΕΠIΡΡ: Ελευθερία και δημοκρατία είναι έννοιες ~ συνδεδεμένες.

[λόγ. < αρχ. ἄρρηκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρρηκτος, -η, -ο [áriktos] (L) (& D άρρηχτος)
  • unbreakable, inseparable, solid, firm, tight (syn αδιάρρηκτος 1b, αρραγής 2, near-syn στενός):
    • άρρηκτη ενότητα επιβάλλει η δοκιμασία της Kύπρου |
    • η σκέψη του Hegel για τον πόλεμο δεν παρουσιάζει άρρηκτη συνοχή (Despotop) |
    • το χαρτί και η πένα αποτελούν ένα άρρηκτο μέρος του είναι μας (Thrylos) |
    • συμβόλιζε τη στενή σχέση και τον άρρηκτο δεσμό του ανθρώπου με τη γη (Sachinis) |
    • δημιουργήθηκαν άρρηκτες σχέσεις μεταξύ Aθηναίων και Δηλίων (Varelas, adapted)

[fr kath άρρηκτος ← MG (Du Cange, pap) ← K, AG ἄρρηκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες