Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρρηκτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άρρηκτα [árikta] adv (& D άρρηχτα) (L)
  • inseparably, indissolubly, tightly, firmly (syn αδιάρρηκτα, αδιαχώριστα, αναπόσπαστα, αξεδιάλυτα, αρρήκτως L, αχώριστα):
    • το πρόσωπο της X. είναι ~συνυφασμένο με την καλλιτεχνική δημιουργία του Γκρέκο (Kanellop) |
    • το άλογο στοιχείο ~ συνυπάρχει με μιαν έλλογη αλληλουχία (Tsatsos, adapted) |
    • τα γράμματα και το πνεύμα συνδέθηκαν ~ με το πολιτικό αίτημα της ανάστασης του γένους (Sachinis) |
    • το θέμα παίρνει τη θέση στοιχείου άρρηχτα δεμένου με τη ζωγραφική της εποχής (Andronikos)

[der of άρρηκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες