Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρρηκτα [árikta] adv (& D άρρηχτα) (L)
- inseparably, indissolubly, tightly, firmly (syn αδιάρρηκτα, αδιαχώριστα, αναπόσπαστα, αξεδιάλυτα, αρρήκτως L, αχώριστα):
- το πρόσωπο της X. είναι ~συνυφασμένο με την καλλιτεχνική δημιουργία του Γκρέκο (Kanellop) |
- το άλογο στοιχείο ~ συνυπάρχει με μιαν έλλογη αλληλουχία (Tsatsos, adapted) |
- τα γράμματα και το πνεύμα συνδέθηκαν ~ με το πολιτικό αίτημα της ανάστασης του γένους (Sachinis) |
- το θέμα παίρνει τη θέση στοιχείου άρρηχτα δεμένου με τη ζωγραφική της εποχής (Andronikos)
[der of άρρηκτος]
- inseparably, indissolubly, tightly, firmly (syn αδιάρρηκτα, αδιαχώριστα, αναπόσπαστα, αξεδιάλυτα, αρρήκτως L, αχώριστα):