Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρπισμα το [árpizma] Ο49 : (μουσ.) διαδοχική εκτέλεση του καθενός φθόγγου μιας συγχορδίας.
[λόγ. άρπ(α) -ισμα απόδ. ιταλ. arpeggio ή μέσω του γαλλ. arpège]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρπισμα [árpizma] το, (L) mus
- ① act or result of playing the harp, sound produced by a harp, harping (syn αρπισμός 1):
- poem βιολίσματα, αρπίσματα | της φαντασίας |...| στην έκσταση ακούγεστε κλ (Papantoniou)
- ② act or result of producing the notes of a chord successively, arpeggio (syn in αρπέζ):
- τα περασμένα γίνονται ζωντανές παρουσίες και μαζί αρπίσματα σαν αυτοσχεδιασμοί, για να προοιμιάσουν τη συγχορδία (Chourmouzios)
[der of αρπίζω]
- ① act or result of playing the harp, sound produced by a harp, harping (syn αρπισμός 1):