Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρπαγμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρπαγμα το [árpaγma] Ο49 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρπάζω· αρπαγή. 2. (μτφ.) η συμπλοκή, το τσάκωμα.

[ελνστ. ἅρπαγμα `λεία΄ κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
άρπαγμα το· άρπαγμαν.
  • 1)
    • α) Aυτό που αρπάζεται, το αντικείμενο της αρπαγής:
      • να στρέψει το άρπαγμα ος άρπαξεν (Πεντ. Λευιτ. V 23
    • β) λεία:
      • άρπαγμα του πονηρού (Φυσιολ. 36319
    • γ) ζώο που κατασπαράχθηκε:
      • ψοφίμι και άρπαγμα να μη φάει (Πεντ. Λευιτ. XXII 8).
  • 2) H πράξη της αρπαγής:
    • εκείνος οπού ένι μαρτυρούμενος εις κλεψίαν ή εις άρπαγμαν (Aσσίζ. 342).

[μτγν. ουσ. άρπαγμα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρπαγμα [árpaγma] το, (& άρπασμα)
  • ① grasping, catching, seizing (syn γράπωμα, πιάσιμο):
    • η τεχνική του συνοψιζότανε στο άμεσο ~του θέματος (Melas) |
    • προσανατολίστηκαν αμέσως στο ~ της ευκαιρίας (id.) |
    • poem το μυλακόπι .. | .. βόσκει, όντας πεινάσει, | και στο άρπαγμά του ξεπερνά το χάνο (Mammelis)
  • ⓐ taking hold, catching, spreading:
    • προβάλλει αναψοκοκκινισμένος από το ~της φλόγας
  • ② snatching away, spoliation, plunder (syn in αρπαγή 1):
    • βρέθηκε κάτι άλλο, πεσμένο από την τσέπη κανενός που είχε σκύψει εκεί στο ~των αγαλμάτων (Drosinis) |
    • οι σμηνίτες δεν εμπόδιζαν το ~ των ρούχων ούτε όμως και χάριζαν τίποτα στους χωριανούς (Theotokas, adapted)
  • ③ scuffle, altercation, fight (syn καβγάς, λογομαχία L, μάλωμα, συμπλοκή L, τσακωμός, φιλονικία):
    • κάποτε γίνεται και κανένα ~ανάμεσα σε πελάτες του εστιατορίου (Theotokas) |
    • αφηγήθη το άρπαγμά του με το Γάλλο πρωθυπουργό (Fteris)

[fr postmed, MG άρπαγμα (ν) ← PatrG, K ἃρπαγμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες