Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρπαγας
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρπαγας ο [árpaγas] Ο5 : αυτός που αρπάζει κτ. με ενέργειες που τις χαρακτηρίζει η βία ή / και η απληστία.

[λόγ. < αρχ. ἅρπαξ, αιτ. -αγα (πρβ. μσν. άρπαγας)]

[Λεξικό Κριαρά]
άρπαγας, επίθ.,
βλ. άρπαξ.
[Λεξικό Γεωργακά]
άρπαγας1 [árpaγas] ο, (& rare άρπαγος & L άρπαξ)
  • ① snatcher, plunderer, pillager, usurper (syn αρπαχτής):
    • άρπαγες της γης, της εξουσίας |
    • ~ξένης περιουσίας |
    • στην άκρη του πεζοδρομίου ενεδρεύει ο άρπαξ, ο οποίος διπλαρώνει το θύμα |
    • κάθε αρπαγή ανοίγει την όρεξη του άρπαγα |
    • δεν ήθελε να βοηθήσει έναν άρπαγα του θρόνου (Chourmouzios) |
    • η αρπαγή των ξένων θησαυρών αντίκειται και στο συμφέρον του άρπαγα (Theodorakop) |
    • ήταν κόρη των ξανθών Bίκινγκς, των αρπάγων του χρυσαφιού και των ηδονών (Karagatsis)
  • ⓐ abductor, ravisher, violator (near-syn L διαφθορέας):
    • προκαλεί τον άρπαγα της τιμής σε μονομαχία |
    • οι άντρες αρπάζουν τον έρωτα· ένας ~ μπορεί να τραγουδήσει αθυρόστομα την αρπαγή του (Athanasiadis-N) |
    • η γυναίκα του δε θα ερωτευόταν τον άρπαγα με τα ύπουλα κομπλιμέντα (Rysianos)
  • ⓑ abductor, kidnapper (syn απαγωγέας 1, αρπαχτής 1b):
    • μπορεί να είναι και πατέρας ο ~των παιδιών, π.χ. όταν είναι σε διάσταση οι γονείς
  • ② rapacious or greedy person (syn άπληστος1, αρπαχτής 2, πλεονέκτης):
    • για τους βιαστικούς και τους άρπαγους η πετονιά δεν είναι εργαλείο, που θα τους ορμήνευε κανείς να πιάσουνε στο χέρι τους (Bastias)

[fr postmed, MG άρπαγας (bes άρπαξ) ← PatrG, K, AG ἃρπαξ (bes ἃρπαγος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρπαγας2, -ας [árpaγas] (& L άρπαξ & άρπαγος, -η, -ο)
  • rapacious, insatiable, greedy (syn άπληστος2 1, αρπακτικός 1b):
    • ~παπάς |
    • σκληροί και άρπαγες ιππότες |
    • υπάρχει άμεση και συγκεκριμένη απειλή από την άρπαγα γειτονική χώρα |
    • ο Iμπραήμ ήταν ένας ~ πασάς (Varelas) |
    • ο πιο επικίντυνος και πιο ~ ήταν εκείνος ο γάτος (Zappas) |
    • poem κι αϊτό του στέλνει, απ' τα πετούμενα το πιο που φανερώνει | το θέλημά του, μαύρο κι άρπαγο κλ (Homer Il 24.316 Kaz-Kakr) |
    • τους καρτεράει | ο ~ κύκλος μιας θηλιάς (Skipis) |
    • μαγιάτικη βροχή, | που αργεί να τήνε πιει | τ' άρπαγο χώμα (Agras)

[fr postmed, MG άρπαγας (bes άρπαγος) ← K (also pap), AG ἃρπαξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες