Παράλληλη αναζήτηση
55 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρπα η [árpa] Ο25 : (αρχαίο και σύγχρονο) έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με τα δάχτυλα και των δύο χεριών.
[λόγ. < ιταλ. arpa (από τα παλ. γερμ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- άρπα η.
-
- Έγχορδο μουσικό όργανο:
- παίζουν την άρπαν (Aπολλών. 160).
[<ιταλ. arpa. H λ. στο Meursius και σήμ.]
- Έγχορδο μουσικό όργανο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρπα [árpa] η,
- ① mus stringed musical instrument, harp:
- αρμονική, γλυκιά ~ |
- χορδές της άρπας |
- αιολική ~ Aeolian harp |
- κουρδίζει την ~ |
- παίζω ~ (syn αρπίζω) |
- στις άρπες των σκοινιών [του καραβιού] μάταια πέρασαν οι συμφωνίες των ανέμων (Papantoniou) |
- οι άγγελοι ξανάκρουσαν στις άρπες και στις βιόλες τους τον αρχαίον ύμνο (Myriv) |
- η ~ μαρτυρείται στην Eλλάδα από τη Mινωική εποχή (Karakasis) |
- poem .. κρυφομιλούν στ' αστροσπαρμένα σκότη | η ~του Δαβίδ και η λύρα του Πινδάρου (Palam)
- ② fig poetic spirit, poet, muse (near-syn λύρα, ποιητής):
- ο Pάινερ Mαρία Pίλκε είναι η λυρικότερη ~της γερμανικής ποίησης (Athanasiadis-N)
[fr postmed, MG άρπα ← It arpa ← LLat (4th c.) harpa, this of Ger origin (Harfe)]
- ① mus stringed musical instrument, harp:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρπα κόλλα [árpa kóla] επιρρ. έκφρ. : 1.στα γρήγορα, στο άψε σβήσε. 2. βιαστικά και πρόχειρα, κακότεχνα, τσαπατσούλικα: Έκανε τη δουλειά (στο) ~.
[προστ. των ρ. αρπάζω, κολλάω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρπα-κόλλα [árpa kόla] adv phr (written also αρπακόλλα & στο άρπα-κόλλα)
- fast and sloppily:
- έγραψε ένα άρθρο έτσι ~ |
- χτίζουν πολυκατοικίες στο ~
[cpd of άρπα (2sg imper aor of αρπάζω) & κόλλα (2sg imper aor of κολλώ)]
- fast and sloppily:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρπαγας ο [árpaγas] Ο5 : αυτός που αρπάζει κτ. με ενέργειες που τις χαρακτηρίζει η βία ή / και η απληστία.
[λόγ. < αρχ. ἅρπαξ, αιτ. -αγα (πρβ. μσν. άρπαγας)]
[Λεξικό Κριαρά]
- άρπαγας, επίθ.,
- βλ. άρπαξ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρπαγας1 [árpaγas] ο, (& rare άρπαγος & L άρπαξ)
- ① snatcher, plunderer, pillager, usurper (syn αρπαχτής):
- άρπαγες της γης, της εξουσίας |
- ~ξένης περιουσίας |
- στην άκρη του πεζοδρομίου ενεδρεύει ο άρπαξ, ο οποίος διπλαρώνει το θύμα |
- κάθε αρπαγή ανοίγει την όρεξη του άρπαγα |
- δεν ήθελε να βοηθήσει έναν άρπαγα του θρόνου (Chourmouzios) |
- η αρπαγή των ξένων θησαυρών αντίκειται και στο συμφέρον του άρπαγα (Theodorakop) |
- ήταν κόρη των ξανθών Bίκινγκς, των αρπάγων του χρυσαφιού και των ηδονών (Karagatsis)
- ⓐ abductor, ravisher, violator (near-syn L διαφθορέας):
- προκαλεί τον άρπαγα της τιμής σε μονομαχία |
- οι άντρες αρπάζουν τον έρωτα· ένας ~ μπορεί να τραγουδήσει αθυρόστομα την αρπαγή του (Athanasiadis-N) |
- η γυναίκα του δε θα ερωτευόταν τον άρπαγα με τα ύπουλα κομπλιμέντα (Rysianos)
- ⓑ abductor, kidnapper (syn απαγωγέας 1, αρπαχτής 1b):
- μπορεί να είναι και πατέρας ο ~των παιδιών, π.χ. όταν είναι σε διάσταση οι γονείς
- ② rapacious or greedy person (syn άπληστος1, αρπαχτής 2, πλεονέκτης):
- για τους βιαστικούς και τους άρπαγους η πετονιά δεν είναι εργαλείο, που θα τους ορμήνευε κανείς να πιάσουνε στο χέρι τους (Bastias)
[fr postmed, MG άρπαγας (bes άρπαξ) ← PatrG, K, AG ἃρπαξ (bes ἃρπαγος)]
- ① snatcher, plunderer, pillager, usurper (syn αρπαχτής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρπαγας2, -ας [árpaγas] (& L άρπαξ & άρπαγος, -η, -ο)
- rapacious, insatiable, greedy (syn άπληστος2 1, αρπακτικός 1b):
- ~παπάς |
- σκληροί και άρπαγες ιππότες |
- υπάρχει άμεση και συγκεκριμένη απειλή από την άρπαγα γειτονική χώρα |
- ο Iμπραήμ ήταν ένας ~ πασάς (Varelas) |
- ο πιο επικίντυνος και πιο ~ ήταν εκείνος ο γάτος (Zappas) |
- poem κι αϊτό του στέλνει, απ' τα πετούμενα το πιο που φανερώνει | το θέλημά του, μαύρο κι άρπαγο κλ (Homer Il 24.316 Kaz-Kakr) |
- τους καρτεράει | ο ~ κύκλος μιας θηλιάς (Skipis) |
- μαγιάτικη βροχή, | που αργεί να τήνε πιει | τ' άρπαγο χώμα (Agras)
[fr postmed, MG άρπαγας (bes άρπαγος) ← K (also pap), AG ἃρπαξ]
- rapacious, insatiable, greedy (syn άπληστος2 1, αρπακτικός 1b):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρπάγη η [arpáji] Ο30 : 1.εργαλείο συνήθ. μεταλλικό, με αγκιστρωτά άκρα, που χρησιμοποιείται για να συλλαμβάνονται, να ανασύρονται ή να κρεμιούνται διάφορα αντικείμενα: Γερανός με σιδερένια ~. 2. (μτφ.) για κτ. που συλλαμβάνει, που αιχμαλωτίζει: Kανείς δε γλιτώνει από την ~ του νόμου.
[λόγ. < ελνστ. ἁρπάγη, αρχ. σημ.: `τσουγκράνα΄]