Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άροτρο το [árotro] Ο42 : το αλέτρι: Mηχανικό / μηχανοκίνητο ~.
[λόγ. < αρχ. ἄροτρον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άροτρο [árotro] το, (L) agric
- plow (syn αλέτρι 1, άλετρο):
- δε μπορούμε πια να γυρίσομε πίσω στο λυχνάρι της Γραφής και στο ~ |
- η εφεύρεση του αρότρου απόβλεπε στη βελτίωση της καλλιέργειας της γης (Evelpidis) |
- η δουλειά της αξίας και του αρότρου (Loukatos) |
- poem ξέρω· το διάβα του καιρού με σκλήρυνε, | μ' έχει της έγνοιας το ~
[fr kath άροτρον ← postmed (Somavera) ← MG (4th c.) άροτρον ← K, AG ἄροτρον]
- plow (syn αλέτρι 1, άλετρο):