Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άροση η [árosi] Ο33 : (λόγ.) το όργωμα.
[λόγ. < ελνστ. ἄρο(σις) -ση, αρχ. σημ.: `καλλιεργήσιμη γη΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άροση [árosi] η, pl αρόσεις (L) agric
- plowing, tilling (syn αροτρίωση L, αλέτρισμα, όργωμα):
- η επίστεψη στήλης βρέθηκε τυχαία στην ~
[fr kath άροσις ← K, AG ἄροσις]
- plowing, tilling (syn αροτρίωση L, αλέτρισμα, όργωμα):