Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρον [áron] το, (L) bot
- plant of the genus Arum or (loosely) of closely related genera of the family Araceae, arum, Br wake-robin:
- ~ |
- ~ το ιταλικόν Arum italicum (syn δρακοντιά, φιδόχορτο) |
- ~ το σπιλωτόν or στικτόν Arum maculatum, lords-and-ladies, cuckoopint (syn δρακοντιά)
[fr kath άρον ← MG (Du Cange) ← K (also pap), AG ἄρον]
- plant of the genus Arum or (loosely) of closely related genera of the family Araceae, arum, Br wake-robin:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρον άρον [áron áron] επίρρ. : για ενέργεια που γίνεται βιαστικά, γρήγορα, ακούσια ή και βίαια: Tον έδιωξαν / τον έβγαλαν έξω / τον σήκωσαν ~. Φάγαμε ~ και φύγαμε.
[φρ. της Κ.Δ. pρον pρον προστ. του αρχ. αἴρω `παίρνω, απομακρύνω΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρον άρον [áron áron] adv
- ① in haste, posthaste, hurriedly (syn αρπαχτά, βιαστικά, γρήγορα):
- τον πήραν ~ |
- βγήκε, ντύθηκε, ξεκίνησε ~ |
- παντρεύτηκαν ~ |
- την μεταφέρανε ~ στων Πρώτων Bοηθειών |
- κουβαλούσε ~ τους άρρωστους και τους λαβωμένους ενός νοσοκομείου (Myriv) |
- ~ φεύγουν όσοι μπορούνε και καταφεύγουν στις εξοχές (Petsalis) |
- είναι ικανοί να τη σηκώσουν ~ μεσάνυχτα περασμένα, για να 'ρθει να τους χτυπήσει ένα τηλεγράφημα (Tsirkas) |
- poem ο βασιλεύς επέσπευσ' ~
- ② by force, willy nilly (syn αναγκαστικά, syn phr με το ζόρι):
- τον πήρε η αστυνομία ~ |
- τη Σ. έστειλαν και την πήραν στο κονάκι χτες βράδυ· ~
[fr LK (NT, John 19.15) phr pρον pρον 'away, away' (w. him), 2sg imper aor of αρω]
- ① in haste, posthaste, hurriedly (syn αρπαχτά, βιαστικά, γρήγορα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει [áron ton grávatón su ke peripáti] (L phr)
- lift your bed and walk, said (reluctantly) when new actions or adventures are imposed on one
[fr LK (NT, John 5.8,11) phr pρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει; cf άρον άρον]