Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρνηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρνηση η [árnisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρνούμαι, που εκφράζει: α. ασυμφωνία, απουσία συγκατάθεσης ή αποδοχής: ~ συμμετοχής / ανάληψης ευθυνών / παραχώρησης δικαιωμάτων. Tα αιτήματα των εργαζομένων συνάντησαν την ~ της εργοδοσίας. β. αντίθεση, αντίδραση, ανυπακοή κάποιου σε κτ.: ~ υποταγής / στράτευσης / εκτέλεσης μιας διαταγής. || ~ υπηρεσίας, η μη εκτέλεση, από δημόσιο υπάλληλο, της υπηρεσίας που του ανατίθεται. γ. αντίρρηση, ασυμφωνία, αντίθεση σε σχέση με την ορθότητα, την αξία, τη χρησιμότητα (απόψεων, θεωριών, δοξασιών κ.ά.): ~ της θρησκείας / της παράδοσης / της χριστιανικής ηθικής / της υλιστικής θεωρίας. || ~ του Θεού, της υπαρξής του. 2. η αρνητική απάντηση, το να λέει κάποιος όχι. ANT κατάφαση: Σε κάθε πρότασή μου απαντούσε με μια πεισματική / κατηγορηματική ~. || (γραμμ.) αποφατική εκφορά σε μια πρόταση ή σε έναν όρο της ή στη σύνδεση προτάσεων, που δηλώνεται με αρνητικό μόριο ή με αρνητική λέξη. || (φιλοσ.) η άρση μιας θέσης: H ~ της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. || (λογ.): Δύο αρνήσεις ισοδυναμούν με μια κατάφαση.

[1: αρχ. ἄρνη(σις) -ση· 2: λόγ. < αρχ. ἄρνησις]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρνηση [árnisi] η,
  • ① denial, disavowal, negation (near-syn απόκρουση 2):
    • ~ |
    • gnom η δικαιοσύνη που αργοπορεί είναι ~ δικαιοσύνης (Vrettakos) |
    • ήτανε αποφασισμένος να εξακολουθήσει μιαν απόλυτη ~ του εγκλήματός του (Nirvanas) |
    • η ανάγκη της επιβολής αποτελεί ~ του δικαίου του ατόμου (Evelpidis)
  • ② non-consent, non-compliance, refusal, rejection (syn απόρριψη, ant συγκατάθεση):
    • ~ |
    • δε θα δεχτεί ~ he will not take 'no' for an answer |
    • ~ των πλουσίων να ενισχύσουν οικονομικά το βασιλιά (Vacalop) |
    • καμιά ηθική δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει την ~ του καθήκοντος (Panagiotop) |
    • η ~ της Συνόδου να του δώσει την άδεια να κηρύχνει το θείο λόγο είχε ξεσηκώσει το Mοριά (Bastias, adapted)
  • ⓐ repudiation, renunciation, denial (syn απάρνηση 1, αποκήρυξη 2):
    • ~ |
    • ο Xριστός του θυμίζει τις τρεις αρνήσεις, ρωτώντας τον τρεις φορές αν είναι πιστός του (Papantoniou) |
    • στην ~ των εικόνων επηρεάσθηκαν και άλλοι επίσκοποι (Kanellop) |
    • η εποχή μας αναζητεί το νέο της τύπο στην ~ του ατομισμού (Kasimatis) |
    • η ~ του πολέμου .. έγινε κατάφαση της ζωής (Sachinis)
  • ③ philos & gramm act or result of negation, contradiction (syn απόφαση1, άρση 2b, ant θέση, κατάφαση):
    • δυο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση |
    • η ~ |
    • το άτομο δεν αποτελεί την ~ της κοινωνίας, ούτε η κοινωνία την ~ του ατόμου (Evelpidis) |
    • η δουλική μίμηση είναι ~ του πνεύματος (Papanoutsos)

[fr postmed, MG άρνησις ← PatrG, K (also pap), AG ἄρνησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες