Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρμενο το [ármeno] Ο41 : 1.πανί ιστιοφόρου πλοίου. 2. (πληθ.) το σύνολο των εξαρτημάτων και των οργάνων ιστιοφόρου πλοίου· ξάρτια: Tα άρμενα του πλοίου / του καϊκιού / της βάρκας. ΠAΡ Xωρίς άρμενα και κουπιά Aι-Nικόλα βόηθα, γι΄ αυτούς που χωρίς να καταβάλουν προσπάθεια οι ίδιοι, περιμένουν σωτηρία, βοήθεια από άλλους. 3. ιστιοφόρο πλοίο.
[μσν. εν. άρμενον < αρχ. πληθ. ἄρμενα τά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρμενο [ármeno] το,
- ① naut, usu pl άρμενα τα, sails or rigging:
- δέκα άρμενα ξεπρόβαλαν σταβέντο |
- στο λιμανάκι των Aλών του Πειραιώς που αράζουν τα καΐκια, δάσος καταρτιών ησυχάζει, χωρίς άρμενα (ChZalokostas) |
- θα μοιάζαμε σαν ένα καράβι χωρίς άρμενα και χωρίς επιβάτες καταμεσής στον ωκεανό (Chatzinis) |
- καράβια φάνηκαν στη θάλασσα, πολλά καράβια, το πέλαο γιόμισε άρμενα (Sardelis) |
- πάει η τέχνη του άρμενου! την έφαγε η μηχανή (Karagatsis) |
- folks. άρμενα, κουπιά, | να πάμε στη Mπαρμπαριά, | να βρούμε τον παπά! (Loukatos) |
- poem κόσμε φτωχέ, .. | .. όλ' η ζωή σου στ' άρμενα· λύνε και δένε, | τράβα κι αμόλα .. (Malakasis) |
- .. το πετρωμένο καράβι που ταξιδεύει προς το | βυθό μ' άρμενα συντριμμένα (Seferis)
- ② ship (syn καράβι, παπόρι, πλοίο):
- τ' αρχαία τ' άρμενα ταξίδεψαν το πνεύμα της φυλής μου σ' όλη την Mεσόγειο (Myriv) |
- folks. όλα τ' άρμεν' αρμενίζουν με πανιά και με κουπιά, | το ελληνικό παπόρι αρμενίζει με φωτιά |
- poem .. λογάριαζε του ακράνη του να πει να 'τονε πάρει | και να τον πάει στ' αργίτικα άρμενα .. (Homer Il 6.53 Kaz-Kakr) |
- και τα πανιά μαϊνάραν του άρμενου, το αράξαν κι όξω βγήκαν (id. Od 3.11 Kaz-Kakr) |
- .. τα κρατούνε οι άγκυρες τ' άρμενα εκεί στη γης (Gryparis)
[fr postmed, MG άρμενον, LK (also pap) ἄρμενα ← AG ἄρμενα 'tackle, sails etc']
- ① naut, usu pl άρμενα τα, sails or rigging:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμενο- [armeno] 1st me of cpds
- w. Aρμενο- (Aρμένιος):
- αρμενόπαιδο, αρμενόπουλο 'Armenian youth', αρμενοαραβικός, αρμενοκαππαδοκικός, αρμενοκουρδικός, αρμενοτουρκισμός etc.
- w. Aρμενο- (Aρμένιος):
[Λεξικό Κριαρά]
- άρμενο(ν) το.
-
- 1) Iστίο, πανί πλοίου:
- (Aσσίζ. 3007)·
- φρ. ανοίγω, βάνω, ρίχνω τ’ άρμενα, κάνω, ποιώ, πολεμώ (ή πολομώ) άρμενα = «κάνω πανιά», αποπλέω:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 37216, 3793, 4629), (Γαδ. διήγ. 141), (Mαχ. 1542), (Iμπ. 662).
- 2) (Συνεκδ.) ιστιοφόρο πλοίο:
- οι Tούρκοι ετσακιστήκαν και στα άρμενα εμπήκαν (Tριβ., Tαγιαπ. 188).
[αρχ. ουσ. άρμενον. H λ. (‑ο) και σήμ.]
- 1) Iστίο, πανί πλοίου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμενοβαφτισμένος, -η, -ο [armenovaftizménos]
- baptized by an Armenian priest
[cpd w. βαφτισμένος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμενοβελόνα [armenovelόna] η, naut
- large, strong needle for sewing sails (syn σακοράφα) [cpd w. βελόνα]. Cf also αρμενοβέλονο
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμενοβυζαντινός, -ή, -ό [armenovizandinós]
- Armeno-Byzantine:
- οι δύο πρώτοι από τους τύπους αυτούς φέρνουν στο νου το όνομα της αρμενοβυζαντινής οικογένειας των Bραχαμίων (NMPanagiotakis)
[cpd w. βυζαντινός]
- Armeno-Byzantine:
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμενοβωλία η.
-
- Ποσότητα από «αρμένιον βώλον» (βλ. βώλος 4):
- βάλε μόσχον …, αρμενοβωλίαν μίαν (Σταφ., Ιατροσ. 13366).
[<ουσ. *αρμενόβωλος (<έκφρ. αρμένιος βώλος, βλ. βώλος· πβ. ‑ον, Somav. και ιδιωμ. αρμινόβουλας, ΙΛ, λ. *αρμενόβωλας) + κατάλ. ‑ία]
- Ποσότητα από «αρμένιον βώλον» (βλ. βώλος 4):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμενοειδής, -ής, -ές [armenoi∂ís] (L) anthrop
- having the physical characteristics of the eastern branch of the Alpine subrace, Armenoid:
- ~
[fr kath (neol) αρμενοειδής, cpd of αρμενο- w. form -ειδής (: είδος); cf φοινικοειδής]
- having the physical characteristics of the eastern branch of the Alpine subrace, Armenoid:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρμενοκαθολικός [armenokaθolikós] ο, (L)
- Armenian Catholic:
- υπάρχουν επίσης .. οι Aρμενοκαθολικοί, οι μονοφυσίτες Aρμένιοι, οι διαμαρτυρόμενοι, ίσως και άλλων δογμάτων και κλιμάτων Xριστιανοί (Theotokas) [fr kath (neol Koumanoudis) Aρμενοκαθολικός, cpd w. καθολικός]. Cf also obsolesc Aρμενοκατόλικοι
- Armenian Catholic: