Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρμεγμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρμεγμα το [ármeγma] Ο49 : 1.η ενέργεια του αρμέγω: ~ με το χέρι / με ειδική μηχανή. Tο ~ της κατσίκας / της προβατίνας / της αγελάδας. 2. (μτφ.) ανήθικη, παράνομη οικονομική εκμετάλλευση.

[αρμεκ- (αρμέγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρμεγμα [ármeγma] το,
  • ① milking (syn αρμεξιά):
    • είναι καιρός για ~ |
    • χύθηκε το γάλα απάνω στ' ~ |
    • ~ |
    • άμα τελείωνε το ~, βουτούσε ο τσομπάνης το χέρι του στ' αφρισμένο γάλα και ράντιζε τα πρόβατα (Kondylakis) |
    • κοίταξα τις αγελάδες να πηγαίνουν μόνες τους στο ηλεκτρικό ~ (Evelpidis)
  • ② fig getting money out of s.o., exploitation, bleeding (syn in απομύζηση 2):
    • ο T. έτριψε τα χέρια· να παλαβός γι' ~

[der of αρμέγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες