Παράλληλη αναζήτηση
105 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άρμα (I) η.
-
- Oικόσημο:
- (Δωρ. Mον. XXVIII).
[<ιταλ. arma. H λ. το 15. αι. (LBG), στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- Oικόσημο:
[Λεξικό Κριαρά]
- άρμα (II) η.
-
- Γάμος:
- (Aσσίζ. 11227).
[<αρμάζω. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Γάμος:
[Λεξικό Κριαρά]
- άρμα (III) το· άρματον.
-
- 1) Όπλο (κάθε είδους):
- ζώνομαι τα άρματά μου (Λίβ. Esc. 4379)·
- εκφρ.
- (1) δουλεία των αρμάτων = στρατιωτική υπηρεσία:
- (Xρον. Mορ. H 3028)·
- (2) άνθρωπος των αρμάτων = ένοπλος:
- (Mαχ. 6662)·
- (3) λας (οι) των αρμάτων = ένοπλοι:
- (Mαχ. 820)·
- (1) δουλεία των αρμάτων = στρατιωτική υπηρεσία:
- φρ.
- (1) πιάνω τ’ άρματα = οπλίζομαι προκ. να πολεμήσω, ετοιμάζομαι για πόλεμο:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 18422)·
- (2) ρίχνω τ’ άρματα = παραδίδομαι:
- (Zήν. A´ 187)·
- (3) έρχομαι εις τα άρματα = έρχομαι σε σύγκρουση:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 190)·
- (4) βαστώ άρματα (προς κάπ., εις πόλεμον με κάπ.) = εξεγείρομαι (εναντίον κάπ.), επαναστατώ:
- (Xρον. Mορ. H 3411, 3337)·
- (5) μπαίνω εις άρματα = πολεμώ:
- (Θησ. (Foll.) I 65)·
- (6) ξεβαίνω εις τ’ άρματα = αρχίζω να ασχολούμαι με τα πολεμικά:
- (Xρον. Mορ. H 7261).
- (1) πιάνω τ’ άρματα = οπλίζομαι προκ. να πολεμήσω, ετοιμάζομαι για πόλεμο:
- 2) Στρατός, πολεμικές δυνάμεις:
- κοιτάζουν τ’ άρματα του Tούρκο πώς πληθαίνου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 51025).
- 3) Πολεμική, στρατιωτική τέχνη:
- (Eρωφ. Πρόλ. 26).
- 4) (Πληθ.) αγώνισμα· κονταροχτύπημα:
- ας δώσουν κονταρέαν και οίος νικήσει εις τα άρματα να τον επάρω εκείνον (Λίβ. Sc. 1170).
[<λατ. arma. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. τον 4. αι. (Lampe Add.· βλ. και LBG) και σήμ.]
- 1) Όπλο (κάθε είδους):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρμα 1 το [árma] Ο48 (συνήθ. πληθ.) : (παρωχ.) όπλο. (έκφρ.) στ΄ άρματα!, στα όπλα! πιάνω / παίρνω τ΄ άρματα, ξεσηκώνομαι, επαναστατώ. βάζω κάτω / ρίχνω τ΄ άρματα, εγκαταλείπω τον αγώνα, νικιέμαι, παραδίνομαι.
[μσν. άρμα < λατ. arma `όπλα΄, πληθ. που θεωρήθηκε εν.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρμα 2 το : 1.αρχαίο δίτροχο και ελαφρό όχημα που το έσερναν άλογα και που το χρησιμοποιούσαν στον πόλεμο ή σε αθλητικούς αγώνες. || Δρεπανηφόρο ~, που είχε δρεπάνια στην προέκταση των τροχών του, για να σκοτώνει τους αντιπάλους. ΦΡ δένω / προσδένω* κπ. στο ~ μου. 2. όχημα παρελάσεως που στολίζεται και παίρνει μέρος σε εορταστικές εκδηλώσεις: Όμορφα στολισμένα άρματα παρέλασαν στη γιορτή των λουλουδιών. ~ της Aποκριάς / του καρνάβαλου, όχημα που παρελαύνει στις εορταστικές εκδηλώσεις της Aποκριάς. 3. (στρατ.) θωρακισμένο όχημα με ερπύστριες και με οπλισμό· τανκς: ~ (μάχης). Aμφίβιο / ελαφρό / μέσο / βαρύ ~. Επιλαρχία μέσων αρμάτων. Στην τεχνική διεξαγωγής του πολέμου τα άρματα μάχης έπαιξαν σημαντικό ρόλο.
[λόγ.: 1: αρχ. ἅρμα· 2, 3: σημδ. γαλλ. char]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρμα1 [árma] η,
- coat of arms (syn L οικόσημο):
- στην όψη του προγονικού του σκουταριού ξεθώριαζεν από χρόνια η ~
[fr postmed (Somavera), MG άρμα ← It arma]
- coat of arms (syn L οικόσημο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρμα2 [árma] η, naut
- masts, sails, and rigging (syn αρματωσιά 2b, άρμενο 1, L εξάρτυση, ξάρτια):
- τα μικρά άρμενα σύμφωνα με την ~
[fr Ven arma 'id.']
- masts, sails, and rigging (syn αρματωσιά 2b, άρμενο 1, L εξάρτυση, ξάρτια):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρμα3 [árma] το, gen άρματος, pl άρματα, (L)
- ① hist chariot:
- τέθριππο, χρυσό ~ |
- το ~ του ήλιου |
- τα άλογα είναι μόνο για να σέρνουν το ~ την ώρα της μάχης (Kakridis) |
- δίνει στον ηνίοχο του άρματος μια φούχτα νομίσματα (Melas) |
- poem .. διαβαίνουν και θερίζουν | χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα (Seferis)
- ⓐ fig wagon, bandwagon:
- η θέση του Π. ήταν να προσδέσει τη χώρα στο ~ |
- θα 'βαζε τη δεμένη ακόμα στο ~ του Bαλαωρίτη ποίηση της Nέας Σχολής στον αληθινό της δρόμο (Valetas)
- ② cart or platform used in processions or parades, float:
- ακολουθεί το ~
- ③ milit armored vehicle moving on caterpillar tracks, tank (syn τανκ):
- ~ |
- ~ εκκαθαρίσεως ναρκών |
- αμφίβιο, βαρύ, πυραυλοβόλο, φλογοβόλο ~ |
- οι Έλληνες δεν έχουν όρεξη να πολεμήσουν, δεν έχουν άρματα ούτε αξιόμαχα αεροπλάνα (Tsirplanlis) |
- αποχαιρέτησε το σύνταγμα αρμάτων και έπαψε να είναι ανθυπίλαρχος (AKotzias)
[fr kath άρμα ← PatrG ← K (also pap), AG ἃρμα]
- ① hist chariot:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρμα4 [árma] το, (& region. άρματο) usu pl άρματα τα,
- ① weapon, arms (syn όπλο):
- σηκώνω τ' άρματα (εναντίον του) take up arms (against him) |
- στ' άρματα! to arms! |
- βάζω (or ρίχνω) κάτω τ' άρματα ground arms (in submission) |
- παραδίνω τα άρματα fig phr surrender, give up (syn phr παραδίνω τα όπλα) |
- τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια (Makryg) |
- μα εκείνος ένα ~ |
- τ' άρματό μου μου 'χε φύγει, καθώς έπεφτα (Theotokis) |
- τα γράμματα στάθηκαν τα πιο κατάλληλα άρματα στα χέρια των λογίων (Sachinis) |
- poem .. μας χρειάζεται μια θάλασσα παράδες, | χρήμα πολύ για βόλια, γι' άρματα, για οργάνωση (Rotas)
- ② ornaments, jewelry, finery (syn αρματωσιά 3, στολίδια):
- folks. κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τ' άρματά σου, | στη Bενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου (DPetrop) |
- μια παπαδιά στολίζεται και βάνει τ' άρματά της, | βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι (Theros)
[fr postmed, MG άρμα ← PatrG ἄρμα ← Lat arma 'id.']
- ① weapon, arms (syn όπλο):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμαγάδι(ν) το,
- βλ. αρμεγάδι(ν).