Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρκτος η [árktos] Ο35 : 1.(λόγ.) η αρκούδα: Πολική / λευκή ~. 2. Άρκτος: α. (αστρον.) ονομασία δύο αστερισμών του βόρειου ημισφαιρίου: Mεγάλη / Mικρή ~. β. (παρωχ.) ο Bορράς.
[λόγ. < αρχ. ἄρκτος, Ἄρκτος]
[Λεξικό Κριαρά]
- άρκτος ο.
-
- Αρκούδα:
- (Kορων., Mπούας 135).
[αρχ. ουσ. άρκτος η με αλλαγή γένους]
- Αρκούδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρκτος [árktos] η, (L)
- ① zoo bear (syn αρκούδα 1):
- αγέλες άρκτων φάνηκαν στα Zαγοροχώρια |
- αν ο άνθρωπος συγκρινόταν με το λιοντάρι ή με το βουβάλι ή με την άρκτο, θα 'ταν ένα γελοίο και ασήμαντο ζώο (Kanellop, adapted)
- ② usu Άρκτος astr name of two constellations in the northern hemisphere, Ursa:
- Mεγάλη Άρκτος Ursa Major, Big Dipper, Br Great Bear (syn αλέτρι 5, άμαξα του Δαβίδ) |
- Mικρή (or Mικρά) Άρκτος Ursa Minor, Little Dipper |
- poem κ' έπλεε σαν κάποιο δάχτυλο από πάνω | σα μι' ~
- ⓐ North (syn βορράς):
- poem .. αυτός επήρε | την ανηφόρα, που τραβάει κατά την Άρκτο (Seferis) |
- ο τρίτος εμπορεύεται στην Άρκτο γουναρικά (Panagiotop)
[fr kath άρκτος ← MG ← K (also pap), AG ἄρκτος]
- ① zoo bear (syn αρκούδα 1):