Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άριστος, επίθ.· συγκρ. αριστότερος.
-
- Άριστος· γενναιότατος:
- (Eρμον. Σ 166)·
- έκφρ. εις άριστον = κατά τρόπο άριστο:
- (Iμπ. 91).
[αρχ. επίθ. άριστος. O συγκρ. το 12. αι. H λ. και σήμ.]
- Άριστος· γενναιότατος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άριστος -η -ο [áristos] Ε5 λόγ. θηλ. και αρίστη : που όταν συγκρίνεται με άλλους υπερέχει, που είναι ο καλύτερος στο είδος του (συχνά ως υπερθετικός βαθμός του καλός). α. (για πρόσ.) ιδιαίτερης ικανότητας ή επίδοσης· εξαίρετος, πρώτος: ~ τεχνίτης / επιστήμονας / γιατρός / πολιτικός / παίκτης / μάγειρας / μαθητής. β. (για πργ.) ο ανώτερος, ο εκλεκτότερος: Προϊόντα / καπνά / λάδια / υφάσματα / δέρματα άριστης / αρίστης ποιότητας. γ. (για κατάσταση) εξαιρετικός: Tο αυτοκίνητο / το σπίτι / η υγεία του είναι σε άριστη κατάσταση. Οι αθλητές βρίσκονται σε άριστη φυσική κατάσταση. || (ιστ., ως ουσ.) οι άριστοι, οι ευγενείς, οι πλούσιοι ή εκείνοι που κατάγονταν από αυτούς.
άριστα ΕΠIΡΡ 1. κατά τον καλύτερο τρόπο· τέλεια: Ο ομιλητής ανέπτυξε ~ το θέμα του. Mιλάει ~ τα γερμανικά. 2. η ανώτατη επίδοση σε εξετάσεις, σε διαγωνισμούς: Tελείωσα με ~ το γυμνάσιο. || (ως ουσ.) το άριστα: Aν θες να πιάσεις το ~ πρέπει να διαβάζεις περισότερο. Πήρε το απολυτήριό του / το πτυχίο του με ~. [λόγ. < αρχ. ἄριστος (υπερθ. του ἀγαθός)· λόγ. < αρχ. ἄριστα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άριστος, -η (& -ίστη), -ο [áristos] (L)
- ① first rate, excellent (syn εξαιρετικός, έξοχος, υπέροχος):
- ~ |
- άριστη διαγωγή, διδασκαλία, εμφάνιση, κατασκευή |
- άριστη μαθήτρια |
- άριστο βιβλίο, δείγμα, ξενοδοχείο |
- ύφασμα αρίστης ποιότητας |
- η υγεία του είναι άριστη he is in excellent health |
- απαρχής είχε μορφώσει άριστη γνώμη για τον A. (Psichari) |
- μιλούσε τ' αγγλικά με άριστη προφορά (Theotokas) |
- μεγάλα τμήματα του τείχους σώζονται σε αρίστη κατάσταση (Varelas)
- ② usu w. art. the best, optimal, top:
- η λύση, που εφαρμόστηκε δεν ήταν η άριστη |
- θα επιτευχθεί η άριστη απόδοση του μηχανήματος |
- ενόμιζαν ότι ο θεός δημιούργησε τον άριστο δυνατό κόσμο (Lambridi)
[fr kath άριστος ← MG άριστος ← K (also pap), AG ἄριστος]
- ① first rate, excellent (syn εξαιρετικός, έξοχος, υπέροχος):