Παράλληλη αναζήτηση
67 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άριστο [áristo] το, (L)
- the best possible achievement (condition etc), optimum (near-syn το καλύτερο, το τέλειο):
- δε γίνεται λόγος για μια φτωχή σωματική επιβίωση· ο αγώνας είναι για το ~
[fr kath το άριστον, substantiv. n of άριστος]
- the best possible achievement (condition etc), optimum (near-syn το καλύτερο, το τέλειο):
- αριστοβουλία η.
-
- Oρθή κρίση:
- (Eρμον. M 48).
[<επίθ. άριστος + ουσ. βουλή. H λ. τον 6. αι. (LBG)]
- Oρθή κρίση:
- αριστογνωσία η.
-
- Oρθή κρίση, έγκυρη γνώμη:
- (Kορων., Mπούας 27).
[<επίθ. άριστος + ουσ. γνώσις]
- Oρθή κρίση, έγκυρη γνώμη:
- άριστοι [áristi] οι, (L) polit & philos
- best qualified or preeminent persons:
- το πολιτειακό ιδανικό του Γεμιστού είναι μοναρχία συγκερασμένη με ολιγαρχία· σύμβουλοι να είναι οι ~ |
- την πολιτεία ταιριάζει να την κυβερνούν οι κάτοχοι της αρετής μόνο, οι ~ |
- τούτο ανάγκασε τον Πλάτωνα να υποδείξει την υποχρεωτική χρησιμοποίηση των αρίστων (Panagiotop)
[fr kath άριστος ← AG ἄριστοι, substantiv. m pl of ἄριστος]
- best qualified or preeminent persons:
- αριστοκράτης ο [aristokrátis] Ο10 θηλ. αριστοκράτισσα [aristokrátisa] Ο27 : 1.αυτός που κατάγεται από οικογένεια ευγενών ή πλουσίων: Συναναστρέφεται μόνο (με) αριστοκράτες. || (ειρ.): Mη μας κάνεις τον αριστοκράτη, για κπ. που παριστάνει ή που μιμείται τους ευγενείς ή τους πλουσίους. 2. που έχει τον τρόπο και τη συμπεριφορά αριστοκράτη. 3. (ειρ.) που είναι: α. καλομαθημένος, καλοπερασάκιας: Kοίταξε την αριστοκράτισσα, κοιμάται ως το μεσημέρι. β. ακατάδεχτος, ψηλομύτης: Ο ~, δεν καταδέχτηκε τη φασολάδα!
[λόγ. < ελνστ. ἀριστοκράτης `αριστοκρατικός΄(;) & σημδ. γαλλ. aristocrate < aristocratie < αρχ. ἀριστοκρατία· λόγ. αριστοκράτ(ης) -ισσα]
- αριστοκράτης [aristokrátis] ο, (L)
- ① aristocrat, nobleman (syn ευγενής, ευπατρίδης):
- στην εποχή του διπλωμάτες γίνονταν μόνο τα παιδιά των αριστοκρατών (Athanasiadis-N) |
- δεν υπάρχουν πλέον παλιά τζάκια, αριστοκράτες, ευγενείς, για να κληθούν στο γάμο (Psathas)
- ② fig member of a superior or privileged class, aristocrat:
- αυτοί οι φιλόσοφοι κατέχουν εξαίρετη μόρφωση, είναι αριστοκράτες του πνεύματος (Moustoxydis) |
- παρ' όλη τη στενή επαφή του με την καθημερινότητα στάθηκε ~ στη σκέψη και στην έκφραση (Charis) |
- rembetiko song θ' αρχίσω πια να ντύνομαι, θα γίν' ~ | κι ούτε στους δρόμους θα γυρνώ σα μόρτης, σαν μπερμπάντης (IPetrop)
[fr kath αριστοκράτης ← LK (Aspasius, 2nd c.) ἀριστοκράτης; AG (pers-n); cf Fr aristocrate]
- ① aristocrat, nobleman (syn ευγενής, ευπατρίδης):
- αριστοκρατία η [aristokratía] Ο25 : 1.(ιστ.) πολίτευμα στο οποίο την εξουσία κατείχε και ασκούσε μια μειοψηφία ευγενών ή πλουσίων: H ~ και η δημοκρατία είναι αντίπαλα πολιτεύματα. 2. η κοινωνική τάξη των ευγενών ή και των πλουσίων και αυτοί που ανήκουν σ΄ αυτή την τάξη: H ~ του πλούτου. Έκανε λεφτά και μπήκε στους κύκλους της αριστοκρατίας. || Εργατική ~, προνομιούχα ή υψηλόμισθα στρώματα εργαζομένων. || (ειρ.): Aυτός είναι βαριά / ψηλή ~, καλομαθημένος, ακατάδεχτος. || ~ του πνεύματος, κάστα διανοουμένων με υψηλή μόρφωση, καλλιέργεια.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀριστοκρατία· 2: σημδ. γαλλ. aristocratie (στη νέα σημ.) < λατ. aristocratia < αρχ. ἀριστοκρατία]
- αριστοκρατία [aristokratía] η, (L)
- ① collect. class of persons of noble birth, nobility, peerage (syn οι ευγενείς) γαλαζοαίματη ~:
- επετηρίδα της αριστοκρατίας peerage book |
- κατώτερη ~ lesser nobility, gentry |
- διευθύνουν οι αριστείς από τα μέλη του γένους που αποτελούσε την ~ της εποχής (Evelpidis) |
- η πρόσφατη συγκέντρωση τόσων αριστοκρατών μας προσφέρει την ευκαιρία για να εξηγήσομε πώς τίθεται στον καιρό μας το ζήτημα της αριστοκρατίας (Fteris, adapted)
- ② fig class of persons regarded as superior in wealth (knowledge, manners etc), aristocracy (near-syn phr καλή κοινωνία, καλός κόσμος· αρχοντολόι):
- ~ |
- οι άνθρωποι της φυλής οι δημιουργικοί, η ~ |
- το πανεπιστήμιο, πρέπει να γίνει το φυτώριο μιας αριστοκρατίας όχι μόνον πνεύματος, αλλά και χαρακτήρος (Katsigra) |
- η αρχαία Φοινίκη κυβερνώνταν από μιαν ~ εμπόρων (Evelpidis) |
- οι παπάδες αποτελούσαν τάξη ξεχωριστή, μια γερά οργανωμένη ~ (Panagiotop)
[fr kath αριστοκρατία ← K, AG ἀριστοκρατία; cf Fr aristocratie]
- ① collect. class of persons of noble birth, nobility, peerage (syn οι ευγενείς) γαλαζοαίματη ~:
- αριστοκράτιδα [aristokráti∂a] η, (L)
- female member of the nobility, noblewoman (syn αριστοκράτισσα):
- όλες οι γυναίκες της Mαδρίτης, από τις αριστοκράτιδες ίσαμε τα φτωχά κορίτσια του λαού, έχουν ντυθεί τα μεταξωτά τους (Ouranis)
[fr kath (neol) αριστοκράτις, f of αριστοκράτης]
- female member of the nobility, noblewoman (syn αριστοκράτισσα):
- αριστοκρατίζω [aristokratízo] (L)
- behave like or imitate the aristocrats:
- ο νεαρός αριστοκρατίζει |
- τότες και μερικοί δικοί μας, όσοι αριστοκρατίζουν, άξαφνα νοιώθουν φλογερό πόθο να εγκατασταθούνε στις ίδιες εξοχές (Pallis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αριστοκρατίζω, der of αριστοκράτης]
- behave like or imitate the aristocrats: