Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άριστα, επίρρ.
-
- Πολύ καλά, εξαίρετα:
- (Kορων., Mπούας 32).
[αρχ. επίρρ. άριστα. H λ. και σήμ.]
- Πολύ καλά, εξαίρετα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άριστα1 [árista] adv (L)
- ① extremely well, excellently (syn θαυμάσια, τέλεια):
- ~ |
- ~ διατηρημένες τοιχογραφίες |
- ~ εφοδιασμένες στρατιωτικές δυνάμεις |
- βολεύτηκε, γυμνάστηκε, έφαγε ~ |
- γνωρίζει ~ τις Γραφές |
- αισθάνεται ~ στην υγεία του |
- ήξερε να χρησιμοποιεί ~ τη λεγόμενη terza rima (Kanellop) |
- πολλοί συμπατριώτες του βρίσκονταν ~ εγκατεστημένοι εκεί (Vranousis) |
- η κυβέρνηση το ήξερε ~ πως αυτή η προϋπόθεση ήταν ανύπαρκτη (Christidis)
- ② (usu w. μπορώ) very well, perfectly well (syn αξιόλογα 2, θαυμάσια, κάλλιστα):
- άνθρωποι τις γράφουν και τις δύο κριτικές (τη χρονογραφική και τη φιλοσοφημένη) και μπορούν ~ |
- οι απόπειρες αυτές δεν είναι σοβαρές και μπορεί κανείς ~ να τις προσπεράσει (Papanoutsos) |
- το έργο του Πλήθωνος θα μπορούσε ~ να εγκριθεί από τις χριστιανικές εκκλησίες (Kanellop)
[fr kath άριστα ← postmed ← AG ἄριστα, der of ἄριστος]
- ① extremely well, excellently (syn θαυμάσια, τέλεια):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άριστα2 [árista] το, indecl (L)
- highest mark awarded at school (university etc), excellent, A plus:
- πήρε ~ (syn αρίστευσε) |
- πήρε~ στο ενδεικτικό, στα μαθηματικά |
- εβαθμολογήθη με το ~ |
- πήρε το ~ με το σπαθί του |
- πήρε πέντε ~ |
- τελείωσε το σχολείο με ~ |
- ύστερα τα ~ και τα λίαν καλώς έπεφταν σα βροχή (Xenop) |
- μου έδωσαν το πτυχίο με ~ (Karagatsis) |
- η θέση του ~ |
- αντί να τσακίζομαι για το ~, να κυνηγώ το μηδέν, που δεν είναι και πολύ δύσκολο να το φτάσει κανείς (id.)
[substantiv. n of άριστα1]
- highest mark awarded at school (university etc), excellent, A plus:
[Λεξικό Κριαρά]
- αρισταίος, επίθ.
-
- Άριστος·
- (σε θέση ουσ.) πρόκριτος, ηγεμόνας:
- (Eρμον. Ψ 81).
- (σε θέση ουσ.) πρόκριτος, ηγεμόνας:
[λ. πλαστή <επίθ. άριστος ή ουσ. αριστεύς + κατάλ. ‑αίος]
- Άριστος·
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρίσταρχος [arístarxos] ο, (L)
- name of Greek astronomer (ca 310-230 BC):
- ο άνθρωπος δεν μπορούσε να εξηγήσει τις εκλείψεις του ήλιου ή της σελήνης πριν απ' τον Aναξιμένη, τον Aρίσταρχο, τον Kοπέρνικο και τον Γαλιλαίο (Evelpidis, adapted)
[fr kath Aρίσταρχος ← K, AG Aρίσταρχος]
- name of Greek astronomer (ca 310-230 BC):