Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρια
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρια η [ária] Ο27 : μουσική σύνθεση για μια φωνή (σόλο) με οργανική συνοδεία (κυρ. στην όπερα).

[λόγ. αντδ. < ιταλ. aria < λατ. aera < αρχ. ἀέρα, αιτ. του ἀήρ (δες στο αέρας)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρια [ária] η, (L)
  • song fr opera (oratorio etc) sung by a single voice, aria (near-syn μονωδία):
    • ο πατέρας τραγουδούσε άριες από όπερες (Petsalis) |
    • εσιγοσφύριζε μιαν ~από γνωστό τραγούδι (Loukatos)

[fr It aria]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρία [aría] indecl, naut excl
  • used to incite those working at the capstan (to lower the anchor rapidly), lower away!

[fr It arría, 2sg imper of arriare 'to lower']

[Λεξικό Γεωργακά]
αριά και πού s. αραιά και πού.
[Λεξικό Γεωργακά]
αριά1 s. αραιά.
[Λεξικό Γεωργακά]
αριά2 [arjá] η, bot
  • holly oak or holm oak, Quercus ilex or Quercus smilax (syn άριος1):
    • τα δέντρα που εχρησιμοποιήθηκαν ήσαν κυρίως η λεύκα, τα πλατάνια, η ~(δρυς) και η ξυλοκερασιά (Varelas) [fr K àρία (Theophr) (so also mod dial in Pelop [Laconia], Calabria

[Bova] etc) ← ἀρία δρῦς]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αριάδνη [ariá∂ni] η,
  • ① AG myth name of daughter of king Minos who fell in love w. Theseus and helped him kill the Minotaur and find his way out of the Labyrinth:
    • phr το νήμα της Aριάδνης Ariadne's thread (syn L ο μίτος της Aριάδνης) |
    • η ιστορία μάς δίνει το νήμα της Aριάδνης, που χωρίς αυτό θα χανόμαστε στο λαβύρινθο των γεγονότων (Evelpidis)
  • ② pers-n:
    • η ~ήτανε πρώτη φιλενάδα με τις αδερφές του Δημήτρη (DOikonomidis)

[fr kath Aριάδνη ← K, AG Aριάδνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριάνι το [arjáni] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) ξινόγαλο. || γιαούρτι αραιωμένο με νερό. || (επέκτ., κυρ. για υγρά): H σούπα έγινε ~, πολύ αραιή. 2. αραιή διάλυση τσιμέντου.

[τουρκ. ayran με μετάθ. του ημιφ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριάνι s. αργιάνι.
[Λεξικό Γεωργακά]
αριανός1 [arjanós] ο, (sp. also αρειανός) (L)
  • member of the so-called Aryan race, Aryan (syn άριος2):
    • κατάστρεφε ζωές και περιουσίες η εκλεκτή ράτσα των καθαρόαιμων αριανών (ChZalokostas)

[substantiv. m of αριανός2; cf K \Aριανοί 'inhabitants of the Iranian highlands' ← Avestan Airyana (whence Pers Iran)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες