Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρθρωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρθρωση η [árθrosi] Ο33 : 1.η σύνδεση, η συναρμογή των μελών του σώματος και το μέρος όπου αυτά ενώνονται· κλείδωση: Aρθρώσεις των χεριών / των ποδιών / των δαχτύλων. Έχει ανυπόφορους πόνους στις αρθρώσεις. 2. η προφορά, η εκφώνηση φθόγγων, συλλαβών, λέξεων: Ο ηθοποιός πρέπει να έχει καθαρή ~. || (γλωσσ.) η διάταξη και οι κινήσεις των φωνητικών οργάνων κατά την παραγωγή των φθόγγων σε μια γλώσσα. Tόπος άρθρωσης, το σημείο στο οποίο αρθρώνεται ένας φθόγγος. Tρόπος άρθρωσης, που αφορά τη διάκριση των φθόγγων σε στιγμιαίους ή κλειστούς και εξακολουθητικούς ή διαρκείς: Aνομοίωση τρόπου άρθρωσης. || Πρώτη ~, η κατάτμηση του λόγου σε λέξεις, σε μονάδες δηλαδή που είναι φορείς σημασίας. Δεύτερη ~, η κατάτμηση των λέξεων σε φωνήματα. 3. (για λόγοI4) η επεξεργασία και η διατύπωση: H ~ γνήσιου και υπεύθυνου πολιτικού λόγου είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία από οποτεδήποτε άλλοτε.

[λόγ. < ελνστ. ἄρθρω(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρθρωση [árθrosi] η, (L)
  • ① anat joint (syn άρθρο 1, αρμός 2, κλείδωση):
    • το κορμί τους χόρευε· με όλα του τα μέλη και με κάθε ~(Myriv) |
    • τον απασχολούσε ένα ανατομικό πρόβλημα σχετικό με την ~ του μηρού (Roufos) |
    • τα τρία αυτά ζώα του βυθού έχουν πόδια χωρίς αρθρώσεις (Potamianos) |
    • εκείνοι οι πόνοι στις αρθρώσεις είχανε τώρα μια εξήγηση (Tsirkas)
  • ⓐ mechanics connection, linkage, hinge (syn αρμός 1b, σύνδεση):
    • η ~της αποσυμπλέξεως είναι πιασμένη (Vardakos)
  • ② act or manner of joining individual elements into a whole, articulation, organization, composition (syn διάρθρωση, near-syn οργάνωση):
    • αρχιτεκτονική, διοικητική, συντακτική ~ |
    • ~ του έργου, της κοινωνίας, του κοσμήματος |
    • κατάλληλη ~ της οικονομίας |
    • οι λογικοί νόμοι είναι σταθεροί και έχουν εσωτερική ~ (Theodorakop) |
    • οι επιφάνειές τους έχουν περιορισμένη ~ με τα όχι πολλά ανοίγματα (Karouzos)
  • ⓑ fig point of connection or transition, pivot, joint (syn αρμός 3):
    • στο σύστημα τούτο με τις σαφείς αρθρώσεις υπάρχει θαυμαστή συνέπεια (Papanoutsos) |
    • σπάνια μπορούμε να συνδέσομε κάποιο απ' αυτά τα έργα με παλιότερα ή με τις κύριες αρθρώσεις της εξέλιξης (Karouzos)
  • ③ articulation, pronunciation, enunciation (syn προφορά):
    • αργή, άρτια, διαυγής, καθαρή, κρυστάλλινη, μεταλλική, χτυπητή ~ |
    • έχει ελάττωμα στην ~ |
    • το μιμητικό πουλί έλεγε κάθε τόσο την ίδια φράση με στριγγιά ~ (Kokkinos) |
    • μου απάγγειλε με την έξοχη άρθρωσή της στίχους του Pακίνα (Theotokas)
  • ⓒ enunciation, expression, formulation (near-syn έκφραση):
    • η ~της διαμαρτυρίας των εργαζομένων μπορεί να πάρει βίαιη μορφή

[fr kath άρθρωσις ← PatrG, K ἄρθρωσις, der of ἀρθρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες