Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρθρο το [árθro] Ο39 : 1.κείμενο που αναφέρεται σε κάποιο ειδικό θέμα και που είναι δημοσιευμένο στον τύπο, συνήθ. στις εφημερίδες: Φιλολογικό / οικονομικό / πολιτικό / επιστημονικό ~. || Kύριο ~, δημοσίευμα της πρώτης σελίδας που αναφέρεται σε σημαντικό γεγονός της ημέρας: Tο κύριο ~ της εφημερίδας είναι αφιερωμένο στην εκλογή του νέου αρχιεπισκόπου. 2. αριθμημένη υποδιαίρεση επίσημου κειμένου: Tροποποίηση των άρθρων του καταστατικού. Tο δέκατο έκτο ~ του Συντάγματος αναφέρεται στην ελευθερία της έκφρασης. H συζήτηση του νόμου έγινε κατ΄ ~. 3. κάθε σύντομο, αυτοτελές κείμενο που περιέχεται σε ένα λεξικό και που παρέχει μορφολογικές, σημασιολογικές ή και ετυμολογικές πληροφορίες για μια λέξη ή ομάδα συγγενών λέξεων. 4. (γραμμ.) κλιτό μέρος του λόγου που μπαίνει μπροστά σε πτωτικά και δηλώνει διάφορες σχέσεις τους: Aρσενικό / θηλυκό / ουδέτερο / οριστικό / αόριστο ~. 5. (λόγ.) για τα μέλη και ιδίως για τα άκρα του ανθρώπινου σώματος.
αρθράκι το YΠΟKΟΡ (κυρ. στη σημ. 1) σύντομο, μικρό άρθρο. (λόγ.) αρθρίδιο το YΠΟKΟΡ (κυρ. στη σημ. 1) σύντομο, μικρό άρθρο. [λόγ.: 3-5: αρχ. ἄρθρον· 1, 2: σημδ. γαλλ. article· λόγ. άρθρ(ον) -ίδιον]
- άρθρο [árθro] το, (L)
- ① anat joint (syn άρθρωση, κλείδωση)
- ⓐ physiol part of member of plant or insect between two joints
- ② law etc subdivision, section, article (near-syn παράγραφος):
- ~του κανονισμού, του καταστατικού, του νόμου, της συνθήκης |
- το πρώτο ~ του συντάγματος καθορίζει το πολίτευμα της χώρας
- ⓑ clause, stature, stipulation (near-syn όρος):
- ~του προεκλογικού προγράμματος plank in the election campaign platform |
- ενέργησε αντίθετα με τα άρθρα της συμφωνίας he acted contrary to the provisions of the agreement
- ⓒ account. subdivision or section of account:
- τα άρθρα του προϋπολογισμού
- ⓓ account. item or entry in journal
- ③ gramm article:
- αόριστο ~indefinite article |
- οριστικό ~ definite article
- ⓔ lexicogr entry, lemma (syn λήμμα)
- ④ journ etc article, essay:
- εκλαϊκευτικό, επιστημονικό, ιστορικό, οικονομικό, φιλολογικό ~ |
- κύριο ~ (εφημερίδας) lead (article) or editorial |
- από το πρώτο φύλλο της Kαθημερινής άρχισε μια σειρά άρθρων μου, που διαβαζόταν μ' ενδιαφέρον (Xenop)
- ⑤ phr ~πίστεως relig fundamental tenet of one's religion, article of faith
- ⓕ fig strongly held belief or opinion, credo (syn το πιστεύω):
- η ισότητα των δύο φύλων αποτελεί για μας ~πίστεως
- ⑥ archit frieze, cornice (syn διάζωμα)
[fr kath άρθρον ← postmed (Somavera), MG ← K (also pap), AG ἄρθρον]
- αρθρογράφημα [arθroγráfima] το, (L) journ
- newspaper or magazine article (syn άρθρο 4):
- το ~του δείνα διαβάστηκε από πολλούς
[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρογράφημα, der of αρθρογραφώ]
- newspaper or magazine article (syn άρθρο 4):
- αρθρογραφία η [arθroγrafía] Ο25 : 1.η σύνταξη, το γράψιμο άρθρων σε διάφορα έντυπα, κυρίως σε εφημερίδες και σε περιοδικά: Για μερικά χρόνια ασχολήθηκε με την ~ σε εφημερίδες. 2α. (γενικά) σύνολο άρθρων στον τύπο: H ~ στις εφημερίδες και στα περιοδικά έχει ως κύριο θέμα την κρίση του πετρελαίου. Πάνω στο επίμαχο θέμα αναπτύχτηκε πλούσια ~. β. άρθρα με ενιαίο θεματικό αντικείμενο: Πολιτική / αθλητική / επιστημονική ~.
[λόγ. αρθρογράφ(ος) -ία]
- αρθρογραφία [arθroγrafía] η, (L) journ
- writing of columns, editorial writing:
- κριτική, πολιτική ~ |
- ας μη νομιστεί ότι η ~ εκείνου του καιρού ήταν λιγότερο οξεία (Athanasiadis-N) |
- ο Παλαμάς κατορθώνει την ~ να τη μετουσιώνει σε ποιητικό λόγο (Chourmouzios)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρογραφία, der of αρθρογράφος]
- writing of columns, editorial writing:
- αρθρογραφικά [arθroγrafiká] adv, (L) journ
- by means of or through newspaper articles or editorials:
- ο γράφων δεν ευνοεί καμιά παράταξη ~
[neol, der of αρθρογραφικός; cf kath (neol Koumanoudis) αρθογραφικώς]
- by means of or through newspaper articles or editorials:
- αρθρογραφικός, -ή, -ό [arθroγrafikós] (L) journ
- pertaining or similar to newspaper articles or editorials:
- αρθρογραφική ειδησεογραφία, αρθρογραφικό ύφος |
- θέλει .. να δίνει διέξοδο στην αρθρογραφική του διάθεση (Palaiologos) |
- επεκτείνονται προς έναν πολιτικό λόγο με αρθρογραφικούς τόνους (Argyriou)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρογραφικός, der of αρθρογράφος]
- pertaining or similar to newspaper articles or editorials:
- αρθρογράφος ο [arθroγráfos] Ο18 θηλ. αρθρογράφος [arθroγráfos] Ο35 : αυτός που, ως συντάκτης ή ως συνεργάτης, γράφει άρθρα στον τύπο και κυρίως στις εφημερίδες: Πολιτικός / οικονομικός ~. H κρίση της οικονομίας απασχολεί το σύνολο των οικονομικών αρθρογράφων.
[λόγ. άρθρ(ον)1 -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- αρθρογράφος [arθroγráfos] ο, η, (L) journ
- columnist, editorialist:
- οικονομικός, πολιτικός, στρατιωτικός ~ |
- η ~που ασχολείται με τα οικονομικά
[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρογράφος, cpd w. combin form -γράφος (: γράφω)]
- columnist, editorialist:
- αρθρογραφώ [arθroγrafó] Ρ10.9α : γράφω άρθρα στον τύπο και κυρίως στις εφημερίδες: Aυτός ο δημοσιογράφος αρθρογραφεί τακτικά στον ημερήσιο τύπο.
[λόγ. αρθρογράφ(ος) -ώ]