Παράλληλη αναζήτηση
25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρες s. άρα μάρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρες μάρες [áres máres] : κυρίως στη ΦΡ ~ (κουταμάρες / κουκουνάρες), για κτ. ασαφές, ακατανόητο, ανόητο· κουταμάρα, ασυναρτησία, ανοησία.
[ίσως σύντμ. (κουταμ)άρες, (κουτα)μάρες]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρες μάρες s. άρα μάρα.
[Λεξικό Κριαρά]
- αρεσιά η.
-
- Προτίμηση:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [508])·
- φρ. κάνω την αρεσιά μου = «κάνω το κέφι μου», αυθαιρετώ:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 164).
[<αρέσω + κατάλ. ‑ιά. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Προτίμηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρεσιά [aresjá] η, usu w. gen of pers-pron (μου, σου, του etc)
- liking, fancy, preference, pleasure (syn αρέσκεια L, γούστο, ant L απαρέσκεια):
- κόμμα, κοπέλα, κρασί, φαΐ της αρεσιάς του |
- phr είναι της αρεσιάς μου (or το βρίσκω της αρεσιάς μου) it is to my liking, I like it (syn phr είναι του γούστου μου) |
- τα χέρια μας είναι λυμένα, για να πράξουμε κατά την ~ μας (Panagiotop) |
- το αλογάκι πηλαλούσε της αρεσιάς του, μα δε λάθευε (Prevelakis) |
- ευρίσκονταν κοντά στην είσοδο του χαρεμιού, για να χρησιμοποιούνται κατά την ~του σουλτάνου (Floros) |
- poem [άλλοι ζευγάδες .. τώρα ανταρεμένοι] βουβοί ρωτούν τον άδειον ουρανό, θα βρέξει δε θα βρέξει, | έγνοιες βαριές, και κρέμεται η ζωή στην ~του ανέμου (Kazantz Od 7.752)
[fr postmed αρεσιά, der of (aor) αρέσω; cf αρέσκεια]
- liking, fancy, preference, pleasure (syn αρέσκεια L, γούστο, ant L απαρέσκεια):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρέσκεια η [aréskia] Ο27 : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση της αρεσκείας μου / σου / του κτλ., για κτ. που επιλέγεται και προξενεί ευχαρίστηση, ικανοποίηση: Διαλέξτε ένα πλυντήριο / ψυγείο της αρεσκείας σας, από την πλούσια συλλογή των καταστημάτων μας. Παντρεύτηκε κάποιον που δεν ήταν της αρεσκείας της αλλά είχε πολλά λεφτά.
[λόγ. < ελνστ. ἀρέσκεια, αρχ. σημ.: `κολακεία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρέσκεια η.
-
- 1) Kολακεία, φιλοφρόνηση:
- (Λίβ. N 2098).
- 2) Θέληση, συγκατάθεση:
- εάν μη γένεται η ορμασία εξ αρεσκείας αμφοτέρων (Eλλην. νόμ. 55322).
[αρχ. ουσ. αρέσκεια. T. ‑εία σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Kολακεία, φιλοφρόνηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρέσκεια [aréscia] η, (L) = αρεσιά
- :
- αισθητική ~ |
- κάμαρα, νύφη, παιχνίδι της αρεσκείας του |
- ο ασθενής χάνει το ενδιαφέρον του για τις παλιές του αρέσκειες |
- το κατάστημα της αρεσκείας σας
- your favorite store:
- ο δημοκρατικός κόσμος αναδεικνύει την κυβέρνηση της αρεσκείας του |
- το γράμμα το βρήκε της τελείας αρεσκείας του (Nirvanas) |
- ο σεφ τα κανόνισε όλα της αρεσκείας μας (EKazantz) |
- το αισθητικό αίσθημα δεν ξέρει να κρίνει παρά με την ~ ή την απαρέσκεια (Tsatsos)
[fr kath (& MG) αρέσκεια ← PatrG, K (also pap), AG ἀρέσκεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρέσκια τα.
-
- Eπιθυμία:
- (Διγ. Z 2210).
[<ουσ. αρέσκεια]
- Eπιθυμία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρεσκιά [arescjá] η,
- ① = αρεσιά:
- το σπίτι είναι της αρεσκιάς του |
- πήρε γυναίκα της αρεσκιάς του |
- δοκίμασαν να διορθώσουν το τραγούδι κατά την ~ τους (Apostolakis) |
- poem .. αφήκα την καρδιά μου ελεύτερη της αρεσκιάς να πράξει (Kazantz Od 2.188) |
- και γύρω σα να εγύρευες ανθό της αρεσκιάς σου, | στα χαμολούλουδ' έσκυφτες κλ (Valavanis)
- ② marriage contract region. (Epir, Kerk, Kephall, Zak) (syn προικοσύμφωνο):
- να ξέρεις πως την Kυριακή η ~θα γένει (Gouzelis)
[der of αρέσκεια]
- ① = αρεσιά: