Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άργιλος η [árjilos] Ο36 & άργιλος ο [árjilos] Ο19 : χώμα από μικρούς κόκκους, συνήθ. υπόλευκο ή κοκκινωπό, που χρησιμοποιείται στην αγγειοπλαστική: Kεραμική ~.
[λόγ. < αρχ. ἄργιλ(λ)ος ἡ· μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άργιλος [áryilos] ο, η, (sp. also άργιλλος) (L)
- clay, argil (syn πηλός):
- φλέβα αργίλου |
- ~αγγειοπλάστου potter's clay |
- ψητή ~ terracotta |
- μεταχειρίστηκαν στη Mεσοποταμία πλάκες από άργιλο, όπου εύκολα μπορούσαν να χαράξουν τα σφηνοειδή στοιχεία (Evelpidis) |
- έπλασε με τα χέρια του ένα πρόπλασμα από άργιλο (Kanellop) |
- κάτασπροι ήσαν οι τοίχοι, και το χωματένιο πάτωμα χρισμένο με άργιλο κιτρινωπό (Karagatsis) |
- μαζί με τα νεκρικά είδωλα έπλαθαν και την Aφροδίτη από άργιλο (ChZalokostas) |
- poem .. ήταν αυτό που γύρευα |..| και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ' ουρανού | κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο (Elytis) |
- στο φωτεινό και κάτασπρο θενά μου βάλουν μνήμα | τον άργιλο που θα πλαστεί σε σχήμα περιστέρας (Myrtiotissa)
[fr kath άργιλος ← AG ἄργιλ(λ)ος]
- clay, argil (syn πηλός):