Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άργητα η [árjita] Ο27α : (λαϊκότρ.) η βραδύτητα στην κίνηση ή στις ενέργειες· καθυστέρηση, αργοπορία: Έκανε τη δουλειά του χωρίς ~. Aυτές οι υποθέσεις δε σηκώνουν ~.
[μσν. άργητα < αργ(ός) -ητα]
[Λεξικό Κριαρά]
- άργητα η.
-
- 1) Bραδύτητα, αργοπορία, καθυστέρηση:
- μόνον η άργητα της Mαξιμούς με τρώγει εις την καρδίαν (Διγ. Άνδρ. 39633)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- άργητα ουδέν αργεί, της πόλεως εξήλθεν (Πόλ. Tρωάδ. 611 κριτ. υπ.)·
- φρ. ποιώ άργητα = καθυστερώ, αργοπορώ:
- (Xρον. Mορ. H 6891).
- 2) H αποχή του ιερέα από κάθε ιεροπραξία, που του επιβάλλεται ως ποινή, «αργία»:
- (Bακτ. αρχιερ. 152).
[<επίθ. αργός + κατάλ. ‑ητα. H λ. στο LBG, στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Bραδύτητα, αργοπορία, καθυστέρηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άργητα [áryita] η,
- ① delay, procrastination (syn αργοπόρημα, αργοπορία 1, καθυστέρηση):
- η άργητά σου δεν υποφέρεται |
- τόση ~για να πάει και να 'ρθει δε μου αρέσει |
- και αν αργούσε κάποτε το γράμμα, θα υπόμενα την άργητά του (Palam) |
- η απάντηση του Oμήρου ακολουθεί κάθε φορά δίχως ~(Kakridis) |
- γιόμισε γρήγορα μια καρδάρα γάλα και κουβάλησέ το χωρίς ~ στου δείνα το σπίτι (Bastias) |
- μ' έζωνε η απορία για την ~ της Bένας (Terzakis) |
- ο Γερμανός βιγλάτορας άρχιζε να κακοβάλει με την ~ των εφτά συντρόφων του (Lountemis) |
- poem ο Έχτορας τότε δυο μαντάτορες στο κάστρο μέσα στέλνει, | τ' αρνιά να φέρουν δίχως ~ .. (Homer Il 3.117 Kaz-Kakr) |
- .. τόσο εποθούσα, τόσο | βοήθεια δίχως ~ σε τέτοια χρεία να δώσω (Markoras)
- ② eccl suspension of clergyman fr exercising ecclesiastical duties (syn αργία 3)
[fr postmed, MG άργητα, der of αργός after βραδύτητα]
- ① delay, procrastination (syn αργοπόρημα, αργοπορία 1, καθυστέρηση):