Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άραφτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άραφτος, -η, -ο [áraftos] (& άραφος)
  • unsewn, seamless (ant ραμμένος):
    • άραφτη φανέλα, άραφτο πουκάμισο |
    • άραφτες σόλες |
    • άραφο φόρεμα, άραφτη ποδιά |
    • cook. άραφτο κοτόπουλο chicken that has not been trussed |
    • ο άραφος χιτώνας του Iησού |
    • poem της θεότητας φορέσαμε τον άραφο χιτώνα (Sikel) |
    • o άνεμος ..|..| του έδερνε τ' άραφτα κουρέλια (Agras)

[άραφτος, cpd w. ραφτός ← ραπτός (: ράπτω); άραφος fr postmed (Somavera) ← PatrG, K ἄρραφος 'seamless']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες