Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άραγμα το [áraγma] Ο49 : 1.το αγκυροβόλημα, η στάθμευση του πλοίου. 2. (μτφ., για πρόσ.) ανάπαυση, καθισιό, τεμπελιά: Bρήκα ένα ωραίο μέρος για ~.
[αρακ- (αράζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] (διαφ. το αρχ. συγγ. ἄραγμα `χτύπημα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άραγμα [áraγma] το, naut
- ① act, state, or process of mooring or docking, harboring (syn προσόρμιση L, ρεμετζάρισμα):
- ~βάρκας, πλοίου |
- το ελληνικό καράβι μας ξαναέφερε στο λιμάνι του αράγματος (Thrylos) |
- παραχώρησε μια αίθουσα του κοινοτικού συμβουλίου για το ~των ζωγραφισμένων καραβιών (Palaiologos)
- ② place suitable for mooring, moorage, anchorage (syn αραξοβόλι, L όρμος, near-syn L αγκυροβολείο):
- αλλάζω ~shift berth |
- στο νησί αυτό έχει πολλά αράγματα |
- poem τ' είναι τ' αράγματα όλο μνήματα και τάφοι (Delis)
[der of αράζω; cf AG ἄραγμα 'clashing, rattling']
- ① act, state, or process of mooring or docking, harboring (syn προσόρμιση L, ρεμετζάρισμα):