Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άραβας [áravas] ο, (also cap) pl nom & acc άραβες, gen Aράβων (L)
- Arab:
- (syn αράπης 1) ~ποιητής, φιλόσοφος, χαλίφης |
- άραβες νομάδες |
- τίποτα δεν μάθαμε για τον πολιτισμό των Aράβων (IPetrop) |
- το φρούριο εγκαταλείφθηκε ύστερα από συμφωνία Aράβων και βυζαντινών (Floros) |
- καθισμένοι απ' τις δυο πλευρές του τραπεζιού ήταν πάνω από εκατό άραβες και νέγροι (Tsirkas)
[fr kath Άραψ ← K (also pap) 0Aραψ; cf MG Άραβος & ModG αράπης]
- Arab: