Παράλληλη αναζήτηση
35 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπω [ápo] επίρρ. : (λόγ.) μακριά, μόνο στο γεωγραφικό όρο Άπω Aνατολή, η περιοχή της ανατολικής Aσίας, σε αντιδιαστολή προς την Εγγύς Aνατολή.
[λόγ. < αρχ. ἄπωθεν `από μακριά΄, ἀπώτερος `πιο μακρινός΄ με σφαλερή ετυμολόγηση < *ἄπω (στην πραγματικότητα: < αρχ. ἀπό στη σημ.: `μακριά΄) μτφρδ. αγγλ. Far Εast]
- άπω [ápo] adv (L) in adj function, geogr
- far, farthest:
- Άπω Aνατολή usu cap Far East (syn απόμακρη Aνατολή, μακρινή Aνατολή, πέρα Aνατολή, ant Eγγύς Aνατολή, Mέση Aνατολή) |
- το ξάπλωμα του βουδισμού στην Άπω Aσία (Panagiotop) |
- δεν ξέρω αν το αντίκρυσμα της Πόλης δημιουργεί στον ξένο της Άπω Eυρώπης τις ίδιες αντιδράσεις που δημιουργεί σε Pωμιούς και Tούρκους (Palaiologos) [fr kath (neol) άπω, shortened fr AG ôπωθε or ôπωθεν; cf άνω, πόρρω etc]. S. απώτατος, απώτερος.
- far, farthest:
- απώδε, επίρρ.· αππώδε· επώδε· επώδες.
-
- Α´ Tοπ.
- 1)
- α) (Για κίνηση από τόπο σε τόπο) από εδώ, από αυτό το μέρος:
- επώδε εξόρισέ σε (Φορτουν. B´ 243)·
- β) προς τα εδώ, εδώ:
- θωρώ το Θόδωρο κι επώδες κατεβαίνει (Φορτουν. Γ´ 609).
- α) (Για κίνηση από τόπο σε τόπο) από εδώ, από αυτό το μέρος:
- 2)
- α) (Για στάση) εδώ, σ’ αυτό το μέρος:
- εμείναμεν απώδε (Διγ. Esc. 338)·
- β) εκφρ. απώδε και απέκει ή απεκείθεν = από τη μια μεριά και από την άλλη:
- (Λόγ. παρηγ. O 465, 222).
- α) (Για στάση) εδώ, σ’ αυτό το μέρος:
- 1)
- Β´ (Χρον.) εκφρ.
- (1) αππώδε και ομπρός = από τώρα και έπειτα, στο εξής:
- (Aσσίζ. 1867), (Mαχ. 26223)·
- (2) αππώδε και οπίσω = ως τώρα, ως σήμερα:
- (Aσσίζ. 36627), (Mαχ. 35413).
- (1) αππώδε και ομπρός = από τώρα και έπειτα, στο εξής:
[<πρόθ. από + επίρρ. ώδε. O τ. επώδε και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. απεδώ)]
- Α´ Tοπ.
- απωθημένο [apoθiméno] το, usu pl απωθημένα τα, (L)
- repressed or frustrated feeling or thought:
- καλλιτεχνικά, φιλοχουντικά απωθημένα |
- βγάζω τα απωθημένα μου vent or relieve one's suppressed feelings (near-syn εκτονώνομαι) |
- μαζεύουμε τα απωθημένα μιας συσσωρευμένης επιθετικότητας |
- αγαπώ τα ακριβά αυτοκίνητα· ίσως να 'ναι ~ μου, που στο χωριό μου γύριζα με το γάιδαρο |
- η ψυχανάλυση τείνει να ελευθερώσει τα απωθημένα |
- τα απωθημένα αναπηδούν με τους πρώτους ήχους του μπαγλαμά |
- δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν απωθημένα από παλιές εθνικές περιπέτειες
[substantiv. n of απωθημένος2]
- repressed or frustrated feeling or thought:
- απωθημένος1 [apoθiménos] ο, (L)
- spurned or rejected person (near-syn απόβλητος1, αποδιωγμένος1):
- ποιος αγνοεί το δράμα των αγνοημένων, των απωθημένων, που υποφέρουν επειδή είχαν ποθήσει τη δόξα; (Stasinop)
[substantiv. m of απωθημένος2]
- spurned or rejected person (near-syn απόβλητος1, αποδιωγμένος1):
- απωθημένος2, -η, -ο [apoθiménos] (L)
- ① pushed back or aside, suppressed (near-syn αποδιωγμένος2, παραγκωνισμένος, παραμερισμένος):
- τα πιο αδύναμα ελάφια έμεναν στην άκρη απωθημένα από τα πιο ορμητικά (Thrylos) |
- θέλουν να ποζάρουν για αδικημένοι, για απωθημένοι από τους καπάτσους και τους ανήθικους (Glezos)
- ② prevented fr being expressed, excluded fr consciousness, repressed (near-syn καταπιεσμένος):
- ~ερωτισμός |
- απωθημένη επιθετικότητα, πίκρα, συγκίνηση, συμπάθεια, ψυχή |
- απωθημένες αναμνήσεις, επιθυμίες, ορμές, σκέψεις, τάσεις |
- απωθημένο κατάλοιπο, ένστικτο, πάθος, πείσμα |
- σεξουαλικά απωθημένη σχέση |
- εκφράζουν τα ψυχικά συμπλέγματα, που βρίσκονται απωθημένα στα βάθη του ασυνειδήτου (Papanoutsos) |
- ο ~μεσσιανικός πόθος του K. βρίσκει διέξοδο στη μυθιστοριογραφία του (Prevelakis) |
- ο Λ. είχε μια ανάγκη φιλίας έντονα τραυματισμένη ή απωθημένη (Dimaras) |
- του βγήκε στον αφρό η απωθημένη αλήθεια (Lamprou)
[ppp of απωθώ]
- ① pushed back or aside, suppressed (near-syn αποδιωγμένος2, παραγκωνισμένος, παραμερισμένος):
- απώθηση η [apóθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απωθώ. 1α. βίαιη απομάκρυνση, απόκρουση: H ~ των εχθρικών δυνάμεων έγινε από το πεζικό μας. β. (φυσ.) άπωση1. ANT έλξη. 2. (μτφ.) α. πολύ έντονο αρνητικό συναίσθημα απέναντι σε κπ. ή σε κτ., αποστροφή, απέχθεια: Παιδικά βιώματα του έχουν δημιουργήσει μια έντονη ~ για το διάβασμα. Aυτός ο άνθρωπος / αυτή η μουσική μού προκαλεί ~, με απωθεί. β. (ψυχαν.) απομάκρυνση από το χώρο του συνειδητού βιωμάτων, συναισθημάτων ή τάσεων, που δεν είναι αποδεκτά από το ίδιο το άτομο ή από το κοινωνικό περιβάλλον.
[λόγ.: 1α: μσν. απώθησις < απωθη- (απωθώ) -σις > -ση· 1β, 2: σημδ. γαλλ. répulsion]
- απώθηση [apόθisi] η, (L)
- ① act of pushing or shoving back or aside (near-syn σπρώξιμο, L ώθηση):
- ο ψυχρός αέρας φέρει συστολή των αγγείων και ~του αίματος στα εσωτερικά όργανα (Katsigra) |
- η ιστορία υπήρξε υπεύθυνη για την ~ της τέχνης της ανατολικής εκκλησίας στο περιθώριο (Michelis)
- ⓐ pushing back, driving away, repulse (syn απόκρουση 1):
- πρωταγωνιστήσαμε κατά τους βαλκανικούς πολέμους για την ~της τουρκικής αυτοκρατορίας από τα ευρωπαϊκά της εδάφη (Palaiologos) |
- στο κεντρικό μέτωπο είχε συνεχιστεί η ~ του εχθρού (Terzakis)
- ② fig repulsion, rejection, rebuff (syn άπωση 2, ant έλξη):
- ερωτική ~ |
- οι πρωτοβουλίες αποβλέπουν στην ~ του συγκεντρωτισμού |
- κινούνται με περίσκεψη, με βαθμιαία ~ των αντιδράσεων (Palaiologos) |
- το βρέφος μένει κυβερνημένο από το κέντρισμα της επιθυμίας ή από την ~ του φόβου (Despotop) |
- ο ρόλος του εσταυρωμένου Xριστού θα του προκαλούσε ~ (Chatzinis) |
- κάθε τι στην ηπειρώτικη φύση δημιουργεί τρομακτικές έλξεις και βίαιες απωθήσεις (id.)
- ③ psychol act or result of excluding fr consciousness, repression:
- κατά τον Freud μερικές ορμές βρίσκονται απωθημένες μέσα στο υποσυνείδητο· αυτές οι απωθήσεις είναι κυρίως σεξουαλικές (Moustoxydis) |
- απωθήσεις και βαθύτερα συμπλέγματα είναι οι γενετικές αιτίες του καλλιτεχνήματος (Papanoutsos, adapted) |
- οι απωθήσεις των σχολικών θρανίων ξεπετιότανε τώρα από τα βουλευτικά (sc θρανία) (Evelpidis)
[fr kath απώθησις ← MG (7th c.), der of απωθώ]
- ① act of pushing or shoving back or aside (near-syn σπρώξιμο, L ώθηση):
- απωθητικός -ή -ό [apoθitikós] Ε1 : 1.που προκαλεί αποστροφή, απέχθεια: Aυτός ο άνθρωπος έχει πολύ απωθητική φυσιογνωμία / είναι πολύ ~. Tο περιβάλλον των φυλακών είναι απωθητικό. Aυτός έχει κάτι το απωθητικό. 2. που προκαλεί απώθηση2β: Aπωθητική λειτουργία / ~ μηχανισμός της συνείδησης.
απωθητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. απωθη- (απωθώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. répulsif]
- απωθητικός, -ή, -ό [apoθitikós] (L)
- causing repulsion or rejection, repellent, repulsive (near-syn αποκρουστικός, ant ελκυστικός):
- ~άνθρωπος, απωθητική γυναίκα |
- απωθητική αντίδραση, ασχήμια, δύναμη, εμφάνιση, επίδραση |
- απωθητικό άρωμα, πρόσωπο, συναίσθημα |
- ο όρος "βάρη του γάμου" είναι ~, ιδιαίτερα για τους νέους |
- όλα αυτά τα 'βλεπε με βαθιά αδιαφορία, με απωθητική διάθεση (Fteris) |
- οι τοίχοι του ήσαν βαμμένοι άσπροι, ένα απωθητικό πλαστικό άσπρο χώμα (Valtinos)
[fr kath (neol Koumanoudis) απωθητικός, der of MG (Souda απωστόν, το απωθητόν) απωθητός (: απωθώ)]
- causing repulsion or rejection, repellent, repulsive (near-syn αποκρουστικός, ant ελκυστικός):