Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπτομαι [áptome] Ρ (κυρ. στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ., με γεν. αφηρ. ουσ.) αναφέρομαι σε κτ., έχω σχέση με κτ.: Θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του Yπουργείου Παιδείας. Tο ερώτημα άπτεται της ουσίας του θέματος, θίγει την ουσία.
[λόγ. < αρχ. ἅπτομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπτομαι [áptome] (L) w. gen
- touch (upon), deal w., relate to, have a bearing on (near-syn ασχολούμαι με, αφορώ, σχετίζομαι με):
- άλλες συναφείς διατάξεις άπτονται του θέματος της ισότητας |
- τέσσερα θέματα κυβερνητικής πολιτικής άπτονται και των διμερών γαλλικών σχέσεων
[fr kath άπτομαι, mi of AG ἃπτω]
- touch (upon), deal w., relate to, have a bearing on (near-syn ασχολούμαι με, αφορώ, σχετίζομαι με):