Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπταιστος, επίθ.· άφταιστος.
-
- 1) Που δεν είναι ένοχος, αθώος:
- ελυτρώθη … γνωρίζοντάς τονε η δικαιοσύνη άφταιστον (Σουμμ., Pεμπελ. 169).
- 2) (Προκ. για ενέργεια) άδολος, αγνός:
- στα παρακάλια τ’ άφταιστα (Πιστ. βοσκ. III 7, 12 (έκδ. ‑ον)).
[αρχ. επίθ. άπταιστος. O τ. στο Du Cange και σήμ. λαϊκ. (Δημ., λ. άπτ‑). H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν είναι ένοχος, αθώος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπταιστος -η -ο [áptestos] Ε5 : 1.για γλώσσα που τη μιλούν ή που τη γράφουν τέλεια, χωρίς κανένα λάθος: Tα γαλλικά του είναι άπταιστα. 2. (λόγ., για συμπεριφορά κτλ.) άψογος.
άπταιστα & (λόγ.) απταίστως ΕΠIΡΡ: Ξέρει ~ τρεις ξένες γλώσσες. [λόγ. < αρχ. ἄπταιστος, ἀπταίστως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπταιστος, -η, -ο [áptestos]
- ① containing or showing no fault, faultless, flawless, unerring (syn αλάθευτος 1, L αλάνθαστος 1, άψογος):
- άπταιστη ηθοποιία |
- ~και έντιμος άνθρωπος |
- στις εξετάσεις παρέδωσε άπταιστο γραπτό |
- χάρη στην άπταιστη τάξη που επικρατεί, το φεστιβάλ κέρδισε το κοινό (Thrylos) |
- η διάπλαση των πολιτών είναι προϋπόθεση κρίσιμη για την άπταιστη λειτουργία της πολιτείας (Despotop, adapted)
- ② free fr linguistic mistakes, fluent, faultless, perfect (syn άψογος):
- απάντησε σε άπταιστα αγγλικά, ελληνικά |
- τα άρθρα τούτα είναι γραμμένα σε άπταιστη καθαρεύουσα (Chourmouzios)
[fr kath άπταιστος ← postmed, MG άπταιστος ← K, AG ἄπταιστος]
- ① containing or showing no fault, faultless, flawless, unerring (syn αλάθευτος 1, L αλάνθαστος 1, άψογος):