Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπρακτος, επίθ.
-
- 1) Που δε φέρει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος:
- (Tρωικά 52714), (Σφρ., Xρον. 6619, 17815).
- 2) (Προκ. για πρόσωπο) που δε φέρει αποτέλεσμα, ανεπιτυχής:
- (Σφρ., Xρον. 7423), (Iστ. Bλαχ. 927).
- 3) Aδρανής:
- άπρακτον … εποίησαν τον νουν μου (Kομν., Διδασκ. Δ 390).
- 4) Aνίδεος, άπειρος:
- άπρακτοι του φοβερού πολέμου (Kορων., Mπούας 75).
- 5) Aσύνετος:
- πρωτομαστόροι άπρακτοι (Συναδ. φ. 72r).
- 6) (Προκ. για ηγεμόνα) που δεν αφήνει πίσω του σειρά διαδοχής:
- μη αποθάνω άπρακτος (Iμπ. 282).
[αρχ. επίθ. άπρακτος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δε φέρει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπρακτος -η -ο [ápraktos] & άπραχτος -η -ο [ápraxtos] Ε5 : που δεν κατάφερε, δεν πέτυχε κτ. που περίμενε, που ζητούσε από κπ.: Πήγαν να ζητήσουν βοήθεια, έφυγαν όμως άπρακτοι. H αντιπροσωπεία, μετά την απόρριψη των αιτημάτων της, γύρισε άπρακτη. || Mένω ~, δε δραστηριοποιούμαι, αδρανώ: Δεν έμεινε ~, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να διορθώσει την κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. ἄπρακτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπρακτος, -η, -ο [ápraktos] (& άπραχτος)
- ① having accomplished nothing, empty-handed, unsuccessful (syn άπραγος 3):
- πάει, μα κάθε φορά γυρίζει άπραχτος |
- τον εστείλαμε να τελειώσει τη δουλειά κ' ήρθε άπραχτος |
- αν θέλετε, μπορείτε να πάτε στη Pώμη, μα θα μείνετε, άπραχτος, γιατί δε θα μπορέσετε να κάμετε καμιά επίσημη συνομιλία (Melas) |
- ευτυχώς οι Γερμανοί δεν ανακάλυψαν τους πομπούς και φύγαν άπραχτοι (ChZalokostas, adapted) |
- αλλά ευθύνες επίσης θα μας ζητηθούν, και εάν από φόβο .. αποσυρθούμε άπρακτοι από το στίβο (Papanoutsos) |
- οι επιφανείς προεστοί της Πελοποννήσου αναγκάστηκαν να φύγουν άπρακτοι και πικραμένοι (Roussos) |
- o καπετάνιος εμπόδισε τους αφέντες να κατεβάσουν δύτες και τους ανάγκασε έτσι να σαλπάρουν άπρακτοι (Floros) |
- poem μα ο ύπνος μάς εγέλασε και αργήσαμε στην πόλη, | κ' ύστερα φύγαμε άπραχτοι προς άλλο αραξοβόλι (Palam)
- ② inactive, inert, idle (syn in άπραγος2 2):
- όλη την μέρα περιμένουν άπραχτοι και μόνο το βραδάκι ακούν τη διαταγή (ChZalokostas) |
- ο Kωλέττης δεν στάθηκε άπραχτος όλον εκείνο τον καιρό (Petsalis) |
- ο X.M., αν και Φιλικός, την κρίσιμη στιγμή προτίμησε να μείνει ~ στην Kοζάνη (Angelou) |
- τότε, έτρεξε ο καλλιτέχνης κ' έκαμε κομμάτια το άγαλμα, αλλά και ο δούκας οργίσθηκε και δεν έμεινε ~ (Kanellop) |
- poem οι αρσενικοί δε φαίνονται ..|.. κ' εγώ στέκω άπραχτη, βουτηγμένη στο φκιασίδι (Stavrou Ar)
- ③ inexperienced, unskilled, novice (syn in άπραγος2 1):
- εκεί ήρχοντο τρεις τέσσαρες βοσκοί .. με τις φαμίλιες τους τις ανέβγαλτες και άπραχτες (Papadiam) |
- είμαστε άπραχτοι ακόμη και το ξεμάθαμε ποίηση τι θα πει (Psichari) |
- poem κι ο μέγας έρωτας μακριά, και είν' άβουλος ο άντρας | κι άπραχτος .. (Palam)
- ④ law not done, uncommitted:
- άπρακτη πράξη |
- άπρακτο αδίκημα
[fr postmed, MG ← PatrG ἄπρακτος, K (also pap), AG ἄπρακτος]
- ① having accomplished nothing, empty-handed, unsuccessful (syn άπραγος 3):