Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπονος, επίθ.· ανάπονος.
-
- Aλύπητος, άσπλαχνος:
- (Διγ. Z 173)·
- Kόρη, μην είσαι έτσι άπονη· μη θες το θάνατό μου (Πανώρ. B´ 337).
[αρχ. επίθ. άπονος. H λ. και σήμ.]
- Aλύπητος, άσπλαχνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπονος -η -ο [áponos] Ε5 : που δεν αισθάνεται οίκτο, λύπηση, συμπόνια· σκληρόκαρδος άσπλαχνος. ANT πονετικός: Mην είσαι τόσο σκληρή και άπονη. Άπονε, δεν τον λυπάσαι;
άπονα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε σκληρά και ~. [αρχ. ἄπονος `χωρίς κόπο΄ (η σημερ. σημ. μσν., κατά την εξέλ. της σημ. της λ. πόνος2γ)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπονος1 [áponos] ο,
- heartless or cruel person (near-syn ανελέητος1):
- το κακόμοιρο το σκυλί· το είπαν και το 'καμαν οι άπονοι (Lykoudis)
[substantiv. m of άπονος2]
- heartless or cruel person (near-syn ανελέητος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπονος2, -η, -ο [áponos]
- ① trouble-free, effortless, easy (syn άκοπος2):
- θα περάσει μια ζωή ήρεμη, άπονη, ευτυχισμένη (Kakridis, adapted)
- ② heartless, pitiless, unfeeling, cruel (syn αλύπητος 2):
- ~ κόσμος |
- άπονη μάνα, μητριά, μοίρα |
- άπονη γη, ερημιά |
- άπονη αγάπη, ζωή, καρδιά, χαρά |
- απεδώ πέρασε ο άγιος και ~ ο θεός του πολέμου (Papanoutsos) |
- κάνω πως δεν καταλαβαίνω τ' άπονα λόγια, που μου λέγουν (Prevelakis) |
- ο ήλιος χτύπαγε ~ (Valtinos) |
- το σκοτάδι μάς τύλιγε μέσα του άπονο, αλύπητο, ξένο (Chatzianagnostou) |
- poem κ' η άπονη η πέτρα και τα κόκκαλα και το διπλό το νεύρο | τού θρυμματίζει .. (Homer Il 4.521 Kaz-Kakr) |
- .. βλέπει τον εχθρόν άσπονδον, άπονον από το πολύ πείσμα .. (Solom) |
- .. αγνάντια του με φρίκη | ξανοίγει τ' άπονα θεριά .. (Markoras)
[fr postmed, MG άπονος ← K, AG]
- ① trouble-free, effortless, easy (syn άκοπος2):