Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπονη
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άπονη [áponi] η,
  • heartless or insensitive woman:
    • βάλθηκε ν' αγαπήσει μιαν ~ κ' έλιωσε από τον καημό (Panagiotop) |
    • rembetiko song με τις ψευτιές με γέλασε, γιατ' είχε το σκοπό της· | ας όψεται η ~, με πήρε στο λαιμό της (IPetrop)

[substantiv. f of άπονος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απονήρευτα [aponírefta] adv
  • guilelessly, innocently, naively (syn αθώα, syn phr με αφέλεια):
    • μίλησε, ρώτησε ~ |
    • αυτές εδώ ανοίγονται μ' απόλυτη εμπιστοσύνη, ~ (Terzakis) |
    • κάθεται στο παράθυρο με το εργόχειρό της, τάχα ~ (Petsalis)

[fr postmed (Somavera) απονήρευτα, der of απονήρευτος]

[Λεξικό Κριαρά]
απονήρευτος, επίθ.
  • 1) Που δεν είναι πονηρός· καλός:
    • άκακος, απονήρευτος, ελεήμων (Συναδ. φ. 32v).
  • 2) Aπλοϊκός:
    • ω ποθητοί απονήρευτοι (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [1239]).

[<στερ. α‑ + πονηρεύομαι. H λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απονήρευτος -η -ο [aponíreftos] Ε5 : που δε βάζει στο νου του κακό, δόλο, υπόνοιες, υποψίες· αθώος, άδολος: Είναι ακόμα άβγαλτο και απονήρευτο κοριτσάκι. απονήρευτα ΕΠIΡΡ χωρίς πονηριά, δόλο, καχυποψία: Mιλάει / σκέφτεται / ενεργεί ~.

[μσν. απονήρευτος < α- 1 πονηρεύ(ομαι) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απονήρευτος, -η, -ο [aponíreftos]
  • guileless, artless, innocent, naive (syn απλοϊκός2 2b, απόνηρος, αφελής):
    • απονήρευτη απλότητα, καρδιά, ξεγνοιασιά, πίστη, σκέψη |
    • απονήρευτες ιστορίες |
    • απονήρευτο μωρό, πλάσμα, ύφος, χαμόγελο |
    • απονήρευτα μάτια |
    • ζει, κοιμάται, ρωτάει ~ |
    • πιο απλά μέσα, πιο απονήρευτοι τρόποι δεν γίνουνται (Psichari) |
    • του είχε στήσει καρτέρι, να τον σαϊτέψει στην πιο απονήρευτη ώρα της ζωής του (Terzakis) |
    • είναι αρραβωνιασμένη με τον Φ., έναν απονήρευτο τύπο εργατικού ανθρώπου (Sachinis)

[fr postmed, MG απονήρευτος, cpd w. *πονηρευτός (: πονηρεύομαι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόνηρη [apóniri] η,
  • guileless woman:
    • poem κι ορέχτηκες, ω ~, το μαγεμένο ρόδι (Palam)

[substantiv. n of απόνηρος]

[Λεξικό Κριαρά]
απόνηρος, επίθ.
  • Που δεν είναι πονηρός· απλοϊκός:
    • η πολιτική τον καύχον της … αν τον ευρεί απόνηρον ως την τρυγιάν τον πνίγει (Σαχλ. A´ PM 285).

[μτγν. επίθ. απόνηρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόνηρος, -η, -ο [apóniros] s. απονήρευτος
:
  • ο Γληγόρης, ~ άνθρωπος, δεν παρατήρησε τίποτις άτοπο (Eftaliotis) |
  • poem κάνουν παιχνίδια τις γητειές μας τα παιδιά τ' απόνηρα (Melachrinos)

[fr MG απόνηρος ← PatrG, LK]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόνησο [apóniso] το,
  • rocky islet close to shore (syn βραχονήσι)

[cpd w. MG νησίν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απονήωση η [aponíosi] Ο33 : (αεροναυτ.) η ανύψωση αεροσκάφους από το κατάστρωμα αεροπλανοφόρου πλοίου. ANT προσνήωση.

[λόγ. απο- νη- (δες ναυς) -ωσις > ωση κατά το απογείωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες