Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπονα
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
άπονα, επίρρ.
  • Άσπλαχνα, χωρίς οίκτο:
    • άπονα τυραννάς με (Πανώρ. B´ 362· Pοδολ. Γ´ 470).

[<επίθ. άπονος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπονα [ápona] adv
  • heartlessly, pitilessly, mercilessly (syn αλύπητα 1):
    • τον έδειραν, τον έδιωξαν, τον ξεγέλασαν ~ |
    • folkt χτυπούσαν τα τσεκούρια τους σωριάζοντας κάτω ~ και σκληρά τα περήφανα δέντρα |
    • αγκαλιασμένοι στο κατάρτι έσφιγγαν ζουλώντας ~ το στήθος τους (Karkavitsas) |
    • ~ σκορπάνε το θανατικό με το δυναμίτη (Bastias) |
    • συλλογίζομαι ~ και ψυχρά και λέγω πως εδώ είναι ανάγκη να κάμω κάτι (Idas) |
    • poem η νύχτ' απλώνει απαλά το μαύρο της σεντόνι | και αφανίζει ~ κάθ' ομορφιά και χάρη (Karyotakis)

[fr postmed (Somavera, Erotokr etc) άπονα, der of άπονος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποναζιστικοποίηση [aponazistikopíisi] η, (L)
  • denazification

[neol, cpd w. *ναζιστικοποίηση, calqued on Eng denazification]

[Λεξικό Κριαρά]
αποναματίζω· ’ποναματίζω.
  • Δίνω σε κάπ. να πιει κρασί της θείας μετάληψης·
    • (εδώ παιγνιωδώς):
      • ψυχορραγώ και καν ας εκοινώνουν και να με ’ποναμάτιζαν κανένα πιθαράκιν (Kρασοπ. V 39 (έκδ. μ’ επωνομάτιζαν· διόρθ. Kριαράς)).

[<πρόθ. από + ναματίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποναρκώ.
  • Aδρανώ:
    • κατά του πτηνού τον ιέρακα αποναρκούντα ουχ ήκιστα (Iερακοσ. 50231).

[αρχ. αποναρκόομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποναρκωμένος, -η, -ο [aponarkoménos] (L)
  • having been put to sleep, drowsy, torpid (syn αποκαρωμένος2 1):
    • ήμουνε σα μεθυσμένος, σαν ~, σα σβησμένος από τη δύναμη της αγάπης (Psichari)

[ppp of αποναρκώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποναρκώνω [aponarkóno] -ομαι Ρ1 : 1.προκαλώ βαθιά νάρκη. 2. (μτφ.) καθησυχάζω κπ. με απάτη, με ψέματα ώστε να μην ενεργήσει ή να μην αντιδράσει σε κτ., αποκοιμίζω.

[λόγ.: 1: αποναρκ(ώ) -ώνω ενεργ. < αρχ. ἀποναρκοῦμαι· 2: σημδ. γαλλ. engourdir]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποναρκώνω [aponarkóno] ipf απονάρκωνα, aor απονάρκωσα, mediop αποναρκώνομαι, ipf αποναρκωνόμουν, aor αποναρκώθηκα, (L)
  • ① put to sleep, make drowsy or torpid (syn αποκαρώνω 1, ναρκώνω):
    • η νύχτα ξαπλωνότανε απάνω σ' όληνα τη φύση και τη νανούριζε και την απονάρκωνε (Psichari)
  • ② mi αποναρκώνομαι become drowsy, fall asleep (near-syn αποκοιμάμαι 1, αποκαρώνω 2):
    • ένας φαντάρος αποναρκώθηκε στην παγωνιά κι όταν πήγαν ν' αλλάξουν βάρδια τον βρήκαν πετρωμένο (ChZalokostas) |
    • θα ήθελε να καθόταν σ' ένα βράχο και ν' αποναρκωνόταν μέσα στην κούραση (Karagatsis)
  • ⓐ fig become numb or lethargic, (near-syn αποκοιμάμαι 2):
    • με το πέρασμα των χρόνων οι εθνικές συνειδήσεις των κατοίκων εξασθενούν και αποναρκώνονται (Vacalop) [fr kath αποναρκώ ← MG ← PatrG àποναρκ΅ (bes ναρκ΅,

[-άω]), K ἀποναρκῶ (-άω) ← AG ἀποναρκοῦμαι (-όομαι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απονάρκωση η [aponárkosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποναρκώνω.

[λόγ. < αρχ. ἀπονάρκω(σις) `έλλειψη αίσθησης΄ -ση & σημδ. γαλλ. engourdissement]

[Λεξικό Γεωργακά]
απονάρκωση [aponárkosi] η, (L)
  • mental torpor, lethargy, stupor (syn αποκάρωμα 2):
    • τα μέσα μαζικής επικοινωνίας υπηρετούν την πνευματική ανάπτυξη ή την ~ και την αδιαφορία; (Peponis, adapted) |
    • θα ήταν ~

[fr kath απονάρκωσις ← AG]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες