Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπλετος -η -ο [ápletos] Ε5 : (για φωτισμό) άφθονος, διάχυτος, λαμπερός: Άπλετο φως.
άπλετα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄπλετος `τεράστιος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπλετος, -η, -ο [ápletos] (L)
- ① abundant, brilliant (of light) (near-syn άφθονος):
- φως διαχύνεται άπλετο και λαμπρό από λάμπες εντοιχισμένες (Thrylos) |
- καταλήγει σε αλήθειες που έχουν ωριμάσει κάτω από έναν άπλετο φωτισμό (Chatzinis) |
- βλέπω τα παιδιά ξαπλωμένα κάτω από τον άπλετο ήλιο (Panagiotop)
- ② abundant, large, great, ample (near-syn πολύ μεγάλος):
- άπλετη προκλητικότητα, χαρά |
- φορούσε μιαν άπλετη ρόμπα, που άφηνε ξεσκέπαστο το στήθος της (Theotokas) |
- ο χρόνος γίνεται εμπόδιο για τη διεύρυνση την άπλετη της ανθρώπινης ζωής (Tsatsos)
[fr kath άπλετος ← PatrG, K, AG 'boundless; immense']
- ① abundant, brilliant (of light) (near-syn άφθονος):