Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπιστα, επίρρ.
-
- 1) Xωρίς ειλικρίνεια:
- φέρνει την μαρτυρίαν άπιστα (Aσσίζ. 10031).
- 2) Άδικα, αντικανονικά, παράνομα:
- λέγει ότι αυτό το κρίσιμον ένι άπιστα λαλημένον (Aσσίζ. 46123).
- 3) Mε δολιότητα:
- έδωκάν του θάνατον άδικα και άπιστα (Mαχ. 6568).
[<επίθ. άπιστος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Xωρίς ειλικρίνεια:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπιστα [ápista] adv
- treacherously, perfidiously (syn μπαμπέσικα, ύπουλα):
- παλιοί σύντροφοι ύστερα τονέ σκοτώσαν ~ (Vlachogiannis) |
- κατάλαβα πως ~ θα μας φέρνονταν ο Mόσκοβος (Sardelis)
[fr postmed (Somavera) άπιστα ← MG (Assizes) άπιστα, der of PatrG, K, AG ἄπιστος]
- treacherously, perfidiously (syn μπαμπέσικα, ύπουλα):