Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπιαστος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άπιαστος, επίθ.· απίαστος.
  • 1) Που δεν πιάνεται:
    • ’λάφιν … άπιαστον (Aπόκοπ. 16).
  • 2) (Προκ. για λόγια) κούφιος, αβάσιμος:
    • (Kορων., Mπούας 20).

[<στερ. α‑ + πιάνω. O τ. στον Hσύχ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άπιαστος -η -ο [ápxastos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν πιάσει ή που δεν μπορούν να τον πιάσουν, να τον συλλάβουν. ΠAΡ ~ κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης, για ένοχο που δεν ανακαλύφθηκε. Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, για υποσχέσεις που δίνονται με μεγάλη ευκολία, παρόλο που η πραγματοποίησή τους είναι αμφίβολη. 2. (μτφ.) που δεν μπορείς να τον πραγματοποιήσεις· απραγματοποίητος: Άπιαστη χίμαιρα. Άπιαστο όνειρο.

[μσν. απίαστος < α- 1 πιασ- (πιάνω) -τος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τον. κατά τα άλλα επίθ. με α- 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπιαστος, -η, -ο [apjastos]
  • ① uncaught, unapprehended (ant πιασμένος):
    • prov άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά birds on the wind, a thousand a penny, of unfulfillable promises |
    • ~ κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης an uncaught thief can enjoy the stolen property as an honorable person |
    • το φευγάτο κι άπιαστο βόδι αναστάτωνε όλη τη χώρα (Xenop) |
    • poem .. περιπλανιούνται τόσους τώρα αιώνες | θελητοί δραπέτες, άπιαστοι φυγάδες (Athanas)
  • ⓐ untouched, unused, unhandled, new (syn αμεταχείριστος, αχρησιμοποίητος):
    • μπορείτε, στη θέση της γάζας ή του βαμπακιού, να μεταχειριστείτε μαντήλι καθαροπλυμένο, άπιαστο (Saratsis) |
    • για μένα είσαι το άπιαστο λαγήνι, που θα δεχτεί το παλιό κρασί (Prevelakis)
  • ② ungraspable, untouchable, impalpable, intangible, uncatchable:
    • ~ αγέρας, ήσκιος |
    • άπιαστη αχτίδα, οπτασία, φωνή, χίμαιρα |
    • άπιαστο σύννεφο, φάντασμα, φως |
    • λεπτή και άπιαστη κλωστή |
    • είναι ~ σαν υδράργυρος, σα χέλι (said of devious or evasive persons) |
    • δεν είναι ~ από το λόγο ο ρευστός αυτός κόσμος (Tatakis) |
    • poem κι ο θεός είν' ~ | καθώς η χρυσή σκόνη κλ (Palam)
  • ⓑ uncatchable, uncapturable, unseizable (syn L ασύλληπτος):
    • άπιαστο ελάφι, ψάρι |
    • η σκέψη γίνεται άπιαστη στην καταπίεση |
    • ο εχθρός αυτός δε νικιέται· είναι αμέτρητος κι ~(AVlachos) |
    • αυτό τ' άπιαστο πουλί θα προσπαθήσουμε να το περιορίσουμε σ' ένα κλουβί (Charis) |
    • poem μια πεταλούδα άπιαστην | η άλλη κυνηγάει (Palam)
  • ⓒ which cannot be overtaken or caught up w. (syn απρόφταστος):
    • poem και ξαναρχίζει στα στερνά τ' άπιαστο τρέξιμό του (Palam) |
    • στον άπιαστο το δρόμο τους τ' άλλ' άστρα δεν προφταίνει, | που πίσω πάντα την τραβούν (Gryparis)
  • ③ not easily comprehended or defined, baffling, elusive (near-syn L ακατανόητος b):
    • άπιαστη έκφραση |
    • άπιαστο νόημα, φαινόμενο |
    • έτρεξε ολούθε λόγος ~, κρυφός, που νόημα είτε μαρτυριά δεν είχε (Plaskovitis) |
    • οι διατυπώσεις αυτές του Πλάτωνος είναι λογικά άπιαστες και ασαφείς (Kanellop)
  • ⓓ indeterminable, undefinable (near-syn L ακαθόριστος 1b, απροσδιόριστος):
    • άπιαστη μυρουδιά, άπιαστο θέμα |
    • αόριστη και άπιαστη επιθυμία |
    • το άπιαστο βούισμα του δάσους |
    • το μυαλό της πλέει σε κάτι άπιαστο, κάτι αχνό (Petsalis) |
    • η αρχαιολογία κόντεψε να γίνει ένα άπιαστο συνονθύλευμα ερευνών (Karouzos) |
    • τα παιδικά του χρόνια τα βασάνισε μια επικίνδυνη κι άπιαστη αρρώστια (Charis)
  • ④ intangible, impalpable, elusive (syn L ασύλληπτος):
    • ~ πανικός, ρυθμός |
    • άπιαστη γαλήνη, ματιά, ομορφιά |
    • άπιαστο πνεύμα, χαμόγελο |
    • άπιαστη εικόνα της ψυχής |
    • αέρινη, άπιαστη ποίηση |
    • άπιαστες μεταφυσικές έννοιες |
    • λεπτές, άπιαστες διαφορές |
    • εξιδανικευμένη κι άπιαστη γυναίκα |
    • η ευτυχία ήταν πολύ μικρή, πολύ άπιαστη, για να τη μετράς με το κουταλάκι του καφέ (Koumantareas)
  • ⓔ not realizable, unattainable, unobtainable (syn ακατόρθωτος, απραγματοποίητος):
    • άπιαστη τελειότητα, άπιαστες επιθυμίες |
    • η μεγάλη ζωή στην πόλη είναι άπιαστο όνειρο |
    • η δικαιοσύνη δεν είναι ένα απόλυτο και άπιαστο ιδανικό, αλλά μια διαμορφωμένη πραγματικότητα (Nestor) |
    • ο άνθρωπος του Kαζαντζάκη είναι ένας άλλος κόσμος, δυνατός και ~, η αντικρινή όχθη (Charis)
  • ⓕ impermanent, mercurial, changeable, elusive (ant σταθερός):
    • ρευστό και άπιαστο ήθος |
    • τα χρώματα της δύσης αλλάζουν αδιάκοπα και είναι πάντοτε άπιαστα |
    • στη θέση του ποιητή υπάρχει ένα είδωλο ευμετάβλητο και τελικά άπιαστο (Maronitis) |
    • αποστρέφεται την άπιαστη πολυμορφία του οργανικού κόσμου (Karouzos)
  • ⑤ act. not sticking, which has not stuck (ant καμένος, κολλημένος, πιασμένος):
    • άπιαστο φαΐ
  • ⓖ not taking or catching, ineffective:
    • phr κλούβια κι άπιαστα may they cause no harm, may they be ineffective (apotropaic wish against evil dreams or witchcraft) (syn κούφια η ώρα)

[fr postmed (Somavera) άπιαστος ← MG άπιαστος ← K ἀπίαστος (Hesych.) bes ἀπίεστος, cpd w. *πιαστός (MG cpd κακοπίαστος Schol. Hom) bes πιεστός, der of πιάζω (K form)/Attic πιέζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες