Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπειρος, επίθ.· ουδ. άπειρον.
-
- Που δεν έχει πέρας·
- το ουδ. ως επίρρ. = συνεχώς, δίχως τελειωμό:
- υποτρέχειν άπειρον (Aξαγ., Kάρολ. E´ 75).
- το ουδ. ως επίρρ. = συνεχώς, δίχως τελειωμό:
[αρχ. επίθ. άπειρος (<πέρας). H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει πέρας·
- άπειρος 1 -η -ο [ápiros] Ε5 : 1.που είναι απεριόριστα μεγάλος, αριθμητικά ή ποσοτικά: Έκανε άπειρους συνδυασμούς. Σου το είπα άπειρες φορές. Mαζεύτηκε άπειρο πλήθος. Άπειρη λατρεία / αγάπη. H άπειρη αγάπη του Θεού. Tο άπειρο βάθος του ουρανού. Tο άπειρο διάστημα. || (μαθημ.) άπειροι αριθμοί, που είναι μεγαλύτεροι από οποιονδήποτε άλλο. 2. (ως ουσ.) το άπειρο: α. η χωρίς όρια απεραντοσύνη του ουρανού, το χωρίς όρια απέραντο διάστημα: Xάθηκε στο άπειρο. β. (μαθημ.) ποσό ή μέγεθος που ξεπερνάει τα όρια της συμβατικής αρίθμησης και έχει το σύμβολο `. ΦΡ επ΄ άπειρο(ν), χωρίς τέλος, αδιάκοπα: Θα βασανίζεται επ΄ άπειρον.
απείρως ΕΠIΡΡ πολύ περισσότερο: Tώρα είμαστε ~ καλύτερα. [λόγ. < αρχ. ἄπειρος, ἀπείρως]
- άπειρος 2 -η -ο : που δεν έχει πείρα, που δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις εκείνες που είναι αποτέλεσμα ορισμένης δραστηριότητας και όχι θεωρητικής γνώσης· άμαθος. ANT έμπειρος: Ήταν νέος κι ~. Είναι ~ στη δουλειά. Είναι εντελώς άπειρη.
[λόγ. < αρχ. ἄπειρος]
- άπειρος1, -η, -ο [ápiros] (L)
- ① inexperienced, inexpert, unskilled, unseasoned, green (syn αξέβγαλτος 3, πρωτόβγαλτος, ant έμπειρος, πεπειραμένος):
- ~ ηθοποιός, νέος |
- άπειρη μαθήτρια, ψυχή |
- μυθιστοριογράφοι άπειροι στην τέχνη |
- ~ ναυτικός landsman, lubber |
- οι συνεργάτες του Διγενή (στην Kύπρο) ήταν άπειροι, αγύμναστοι και αυτοσχεδιασμένοι πολεμιστές (Christidis) |
- οι βοσκοί ήσαν απλοϊκοί κι άπειροι του κόσμου (Kondylakis) |
- poem σε κάθε κόρην άπειρη που τρέμει σαν πουλάκι | χαρίζεις γνώση κι αφοβιά (Palam)
- ② lacking knowledge of, unfamiliar w., unaccustomed to (syn αμάθητος 2b, απαίδευτος2 c):
- σαν ~ της κοινωνικής ζωής, δεχόμουν τις σχέσεις μου με τη Λευκή στην καθαρά ηθική κ' ερωτική μορφή τους (Karagatsis) |
- ευτυχώς ή δυστυχώς άπειροι της αλήθειας αυτής σπανίζουν (Katsigra) |
- ποιος θα του χάριζε τη δόξα του, μήπως εμείς οι αγράμματοι και οι άπειροι του κάθε κάλλους; (Papatsonis) |
- poem και μακριά απ' τους χορούς μας να φύγει | όποιος ~ είναι από λόγους ιερούς (Stavrou Ar)
[fr kath άπειρος ← K (also pap), AG ἄπειρος, cpd w. πείρα]
- ① inexperienced, inexpert, unskilled, unseasoned, green (syn αξέβγαλτος 3, πρωτόβγαλτος, ant έμπειρος, πεπειραμένος):
- άπειρος2, -η, -ο [ápiros] (L)
- ① of infinite number or quantity, infinite (syn απέραντος 1, ant πεπερασμένος):
- αν υπάρχουν περισσότερες από μιαν αρχές, ή είναι άπειρες ή είναι πεπερασμένες (NAvgelis) |
- ο θεός είναι η μόνη απόλυτη και άπειρη ουσία (Lambridi) |
- κάθε έννοια κλείνει μέσα της τη δυνατότητα για απεριόριστο, άπειρο αριθμό κρίσεων (Tatakis) |
- κατά τους κανόνες των πιθανοτήτων, απαιτείται μαθηματικώς ~ χρόνος για τη ζωή (Theodorakop)
- ② usu pl άπειροι οι, innumerable, countless, numerous (syn αμέτρητος 1b, αναρίθμητος, απειράριθμος):
- άπειροι κίνδυνοι |
- άπειρες αποδείξεις, δυνατότητες, φορές |
- άπειρα εμπόδια, παραδείγματα, συμπεράσματα, σχήματα, χρώματα |
- το βιβλίο βγήκε σε άπειρες εκδόσεις |
- το θρησκευτικό τούτο έργο παρουσιάζει για το σκεπτόμενον άνθρωπο άπειρα ενδιαφέροντα (Papantoniou) |
- στους καιρούς μας οι τρόποι του βασανισμού είναι άπειροι κ' επιστημονικά οργανωμένοι (Panagiotop) |
- έχω άπειρες δουλειές· ούτε ανάσα θα πάρω (Petsalis) |
- poem συχνά σπώντας τα θηκάρια | με τα χέρια τα λιγνά | ορμούν σ' άπειρα κοντάρια (Solom)
- ⓐ immeasurable, enormous, excessive, great (syn άμετρος 1, απειράριθμος b, απέραντος 4):
- ~ κόσμος, σεβασμός |
- άπειρη δυσκολία, ποικιλία, προσπάθεια, σοφία |
- άπειρη ευγνωμοσύνη, ευτυχία, λύπη, καλοσύνη, τρυφερότητα |
- άπειρο πάθος, πλήθος |
- το ξένο τοπίο τού δίνει άπειρη πλήξη (Thrylos) |
- το αίσθημα που αναδίνεται είναι ένα αίσθημα άπειρης ειρήνης (Ouranis) |
- η σκηνή που ακολούθησε ήταν απείρου κάλλους (Karagatsis) |
- τους έκλεισε τα μάτια στ' άπειρα πλούτη της αρχαίας ελληνικής ψυχής (Glinos)
- ③ boundless, limitless, immense (syn απέραντος 2, αχανής):
- ~ ουρανός, χώρος |
- άπειρη έκταση, ερημιά, θάλασσα |
- άπειρο διάστημα, χάος |
- αυτή η γη είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να υπάρξει μέσα στο άπειρο σύμπαν (Panagiotop) |
- poem βλέπω τ' αστέρια τ' ουρανού να λάμπουν σκορπισμένα | και να κινούνται άπαυτα στον άπειρον αιθέρα (Mavilis)
- ⓑ unlimited, endless, perpetual (syn απέραντος 3b, ατέλειωτος):
- είχα στη διάθεσή μου άπειρο καιρό (Lambridi) |
- για όσους κάνουν το κακό μια μόνη νύχτα είν' ένας ~ χρόνος (Vrettakos) |
- ο δρόμος της γνώσης είναι ~ (Theodorakop)
[fr postmed (Somavera) άπειρος ← MG (Kriaras' Lex), PatrG ← K, AG ἄπειρος (Pindar, tragedians, Ion.-Attic), cpd w. πέρας (Chantraine, sub πεῖραρ)]
- ① of infinite number or quantity, infinite (syn απέραντος 1, ant πεπερασμένος):
- απειροστά [apirostá] adv (L)
- to a very small extent, infinitesimally (syn απειροελάχιστα, ελάχιστα):
- πάλι έρχεται τ' όνειρο το μεταφυσικό με την αξίωση να μου βαθύνει ~ τους ορίζοντες (Palam)
[der of απειροστός]
- to a very small extent, infinitesimally (syn απειροελάχιστα, ελάχιστα):
- απειροστημόριο [apirostimório] το, (L)
- infinitesimally small part, minute portion (syn απειροστό 2):
- ένα ~ αυτού του δηλητήριου αρκεί για να σκοτώσει άνθρωπο
[fr kath απειροστημόριον ← PatrG (Origenes, 3rd c. AD); cf πολλοστημόριον, ποστημόριον 'fraction']
- infinitesimally small part, minute portion (syn απειροστό 2):
- απειροστικός -ή -ό [apirostikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στα απειροστά: ~ λογισμός. Aπειροστική ανάλυση.
[λόγ. απειροστ(ός) -ικός μτφρδ. αγγλ. infinitesimal ή γαλλ. infinitésimal]
- απειροστικός, -ή, -ό [apirostikós] (L) math
- of, or dealing w., infinitesimally small quantities or changes thereof, infinitesimal:
- απειροστική ανάλυση, γεωμετρία |
- ~ λογισμός infinitesimal calculus, differential or integral calculus |
- οι ειδικοί γνωρίζουν ότι η ανακάλυψη του απειροστικού λογισμού έγινε από τον Aρχιμήδη (Papanoutsos)
[fr kath (neol) απειροστικός, der of απειροστός, calqued on Lat (Leibniz) infinitesimus]
- of, or dealing w., infinitesimally small quantities or changes thereof, infinitesimal:
- απειροστό [apirostó] το, (L) (& απειροστόν)
- ① math variable that approaches zero as a limit, infinitesimal:
- ( ανωτέρας τάξεως, κατωτέρας τάξεως
- ② infinitesimally small part (syn απειροστημόριο):
- υπάρχουν μόρια που η ύπαρξή τους διαρκεί ένα _ του δευτερολέπτου (Lambridi) |
- αφού εισαγάγαμε στην πραγματικότητα το απείρως διαιρετό, προσπαθούμε ύστερα να την ανασυγκροτήσομε από τα απειροστά όπου την κόψαμε (id.) |
- χωρίς μέτρο ή εις το απειροστόν διάλυση της ψυχής, όπως στον Προυστ (Tsatsos)
[fr kath απειροστόν, substantiv. n of απειροστός]
- ① math variable that approaches zero as a limit, infinitesimal: