Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπειρον
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άπειρον (I) το.
  • Έλλειψη πείρας, απειρία:
    • το άπειρον της μάχης (Aχιλλ. N 205).

[ουδ. του επιθ. άπειρος (<πείρα) ως ουσ.]

[Λεξικό Κριαρά]
άπειρον (II) το.
  • Tο άπειρο· το χάος, το κενό:
    • (Λίβ. Esc. 1999).

[αρχ. ουσ. άπειρον (DGE, λ. άπειρος 2). H λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες